H φιλόσοφος Χάνα Άρεντ έγραφε πριν από 50 χρόνια: «Το αποτέλεσμα της συστηματικής αντικατάστασης της «πραγματικής αλήθειας» με ψεύδη δεν είναι ότι τα ψέματα θα γίνουν τώρα δεκτά ως αλήθεια και ότι η αλήθεια δυσφημίζεται ως ψέμα, αλλά ότι καταστρέφεται η αίσθηση με την οποία βρίσκουμε τον προσανατολισμό μας στον πραγματικό κόσμο».
Η έννοια των fake news (ψευδοειδήσεις) έχει γίνει σήμερα του συρμού (buzzword), αλλά χρησιμοποιείται ευρύτατα για να περιγράψει μια κατάσταση σύγχυσης και αδυναμίας που βιώνουμε, όταν προσπαθούμε να ενημερωθούμε σωστά. Ιδιαίτερα στο χώρο της πολιτικής και της δημοσιογραφίας όλοι αναφέρονται στα fake news ακόμη και αυτοί που ουκ ολίγες φορές έχουν πιαστεί να αναπαράγουν ψέματα, όπως για παράδειγμα η υποτιθέμενη απαγόρευση του Μακεδονία Ξακουστή στις εθνικές παρελάσεις ή τα ανάποδα διαγράμματα του ΣΚΑΙ και το σκάφος που οδηγούσε ο Φλαμπουράρης στην Αίγινα.
Όλοι είτε από δικαιολογημένη αγανάκτηση είτε από υποκρισία, καταδικάζουν και αποποιούνται ή αποδίδουν στους πολιτικούς τους αντιπάλους τα fake news. Όμως η διάδοση και καθημερινή αναπαραγωγή τους αποδεικνύει ότι μάλλον αποτελούν τον κανόνα παρά την εξαίρεση. Με άλλα λόγια όλοι τα δαιμονοποιούν, όλοι είναι εναντίον των fake news και κανένας δεν παραδέχεται ότι είτε αναμεταδίδει είτε χρησιμοποιεί είτε και κατασκευάζει ψευδείς ειδήσεις. Και όμως αυτές είναι κάθε μέρα εδώ μαζί μας, δίπλα μας, μπροστά μας παρά τις ηχηρές παραδοχές. Είναι σαν το σύμπαν να συνωμοτεί εναντίον μας και τα fake news να εμφανίζονται ως φυσικό φαινόμενο, όπως ο ήλιος το πρωί ή η βροχή το φθινόπωρο και το κρύο το χειμώνα.
Και όμως όλοι γνωρίζουν, ή έστω υποψιάζονται, την πικρή αλήθεια. Ποιά είναι αυτή; Το γεγονός ότι ταυτόχρονα με τη δυνατότητα εύκολης πρόσβασης των πολιτών σε απεριόριστες πηγές πληροφοριών, παρατηρείται και έλλειψη πραγματικής ενημέρωσης, με το φαινόμενο των fake news να επεκτείνεται ολοένα και περισσότερο. Δικαίως και πολύ συχνά το πρόβλημα της παραπληροφόρησης επικεντρώνεται στη συνεχώς αυξημένη διείσδυση της διαδικτυακής ενημέρωσης.
Το πρόβλημα όμως δεν είναι καινούργιο, καθώς και στην προ-διαδικτύου εποχή και στην εποχή που κυριαρχούσαν τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης, δεν ήταν όλα αγγελικά πλασμένα. Και τότε υπήρχαν φαινόμενα παραποίησης και διαστρέβλωσης της πραγματικότητας. Η δημοφιλία της παραπληρόφορησης και των fake news δεν σχετίζεται μόνο με τις δυνατότητες της σύγχρονης ψηφιακής τεχνολογίας, αλλά, όπως και τότε έτσι και σήμερα, με την ανοχή των θεσμών και της κοινωνίας στα φαινόμενα αυτά.
Τί είναι αυτό όμως που γεννά αυτό που καταδικάζουν όλοι δηλαδή την παραπληροφόρηση και τη χειραγώγηση των πολιτών και της ενημέρωσης; Η απάντηση είναι γνωστή από παλιά και στον ελληνικό δημόσιο λόγο έχει αποτυπωθεί με τις γνωστές φράσεις διαπλοκή, διαπλεκόμενα συμφέροντα, εκδοτικο-οικονομικό κατεστημένο και νταβατζήδες που επιδιώκουν να κάνουν κουμάντο. Σύμφωνα με τον Manuel Castells τα μέσα ενημέρωσης από μόνα τους δεν κατέχουν τη δύναμη να αλλάζουν τα πράγματα, αλλά αποτελούν σε μεγάλο βαθμό το «γήπεδο», όπου καθορίζεται το ποιος έχει τη δύναμη να ωθεί τις εξελίξεις. Για τον Miliband τα μέσα ενημέρωσης δεν είναι παρά τα εργαλεία μέσα από τα οποία εκφράζεται ένα σύστημα κυριαρχίας, αλλά και τα μέσα ενίσχυσης αυτής της κυριαρχίας, ενώ για τον Adorno τα εμπορικά media συνιστούν εργαλείο των οικονομικών ελίτ να διχάζουν, να αποπροσανατολίζουν και να αποδυναμώνουν τους πολίτες.
Τα fake news σε μεγάλο βαθμό είναι επομένως απόρροια των στρατηγικών εξυπηρέτησης ισχυρών επιχειρηματικών, πολιτικών και γεωπολιτικών συμφερόντων που αξιοποιούν φυσικά πρόσωπα (επαγγελματίες πολιτικούς, opinion leaders, star system, trolls και πολλούς έμμισθους δημοσιογράφους), εταιρίες επικοινωνίας και άλλες τεχνικές (ψεύτικους λογαριασμούς στο Facebook, bots στο Twitter) για να κατασκευάζουν και να διαδίδουν εύκολα ειδήσεις κατασκευασμένες που διασφαλίζουν την ηγεμονία τους ή επιτυγχάνουν την εξουδετέρωση των αντιπάλων τους. Η άκρατη εμπορευματοποίηση (marketization) της βιομηχανίας ενημέρωσης σε συνδυασμό με την επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων των δημοσιογράφων και την έλλειψη των συνθηκών ανάπτυξης της ποιοτικής δημοσιογραφίας, υπονομεύουν επιπρόσθετα τη δημοκρατική λειτουργία της δημόσιας σφαίρας. Η μεγάλη διαφορά σήμερα σε σχέση με το παρελθόν για το θέμα της παραπληροφόρησης των πολιτών είναι ότι στο κάδρο των παραδοσιακών προσπαθειών απόκτησης επιρροής μέσω της απόκτησης μέσων ενημέρωσης από την εγχώρια οικονομική ολιγαρχία έχει μπεί και η παγκόσμια ολιγαρχία του διαδικτύου.
Μέχρι σήμερα η επίσημη απάντηση των κρατών στη σύγχρονη αυτή ζοφερή πραγματικότητα και συνθήκη είναι η προσπάθεια επιβολής κανόνων συνήθως μέσω της νομοθεσίας και των Ανεξάρτητων Ρυθμιστικών Αρχών με αμφίβολα και συχνά περιορισμένα αποτελέσματα. Στο πλαίσιο αυτό η έμφαση επίσης έχει δοθεί στην άσκηση πολιτικών μιντιακού εγγραμματισμού (media literacy). Η Ελλάδα, από την έναρξη των συζητήσεων για την αναθεώρηση της Οδηγίας για τα Οπτικοακουστικά Μέσα, επέμεινε, από κοινού, κυρίως, με τις σκανδιναβικές χώρες, για την ένταξη της παιδείας για τα Μέσα στο κείμενο της Οδηγίας, καθώς στην αρχική πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν υπήρχε καμιά σχετική αναφορά. Η χώρα μας είχε εισηγηθεί, μάλιστα, να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα για τη μιντιακή εκπαίδευση ειδικών ομάδων του πληθυσμού όπως οι εκπαιδευτικοί, οι επαγγελματίες που εργάζονται στη βιομηχανία των ΜΜΕ και οι πάροχοι υπηρεσιών διαδικτύου, όπως επίσης και να γίνει ειδική μνεία για τον κλάδο των διαφημίσεων η εκπαίδευση –commercial literacy (προταθείσα προσθήκη στο Άρθρο 9).
H έννοια του μιντιακού εγγραματισμού δεν είναι καινούργια και πρωτοεμφανίστηκε τη δεκαετία του 1970. Ο μιντιακός εγγραμματισμός θεωρείται σήμερα από τους επίσημους εθνικούς και υπερεθνικούς φορείς άσκησης πολιτικής το φάρμακο απέναντι στο σύγχρονο βόρβορο της παραπληροφόρησης γιατί ενισχύει την κριτική σκέψη των πολιτών, εξοπλίζοντας τους με ένα σύνολο δεξιοτήτων και ικανοτήτων που τους επιτρέπει να ανιχνεύσουν και να απορρίψουν την πληροφορία που βαπτίζει το ψάρι κρέας.
Όπως όμως αποδεικνύει η ιστορική εμπειρία, η απόκτηση των σχετικών δεξιοτήτων δεν θα οδηγήσει από μόνη της τις σύγχρονες ανθρώπινες κοινωνίες στη λύτρωση από το βάρβαρο ζυγό της παραπληροφόρησης και των ψευδών ειδήσεων. Τα κράτη και οι κοινωνίες οφείλουν να κάνουν πολλά περισσότερα για να καταπολεμηθεί το πρόβλημα των fake news.
Ορθώς αναρωτιέται κάπως δύσπιστα και ο βρετανός ακαδημαϊκός David Buckingham: «Μπορεί ο μιντιακός εγγραμματισμός σε συνδυασμό με την κριτική σκέψη, να αποτελέσει την απάντηση στα πολιτικά προβλήματα της σύγχρονης δημοκρατίας;»
Σύμφωνα επίσης με τον καθηγητή δημοσιογραφίας Paul Mihailidis «οι παραδοσιακές προσεγγίσεις του γραμματισμού στα Μέσα δεν είναι από μόνες τους επαρκείς για να ανταποκριθούν στις πραγματικότητες των σημερινών περιβαλλόντων πληροφόρησης».
Εδώ αξίζει να θυμηθούμε το τραγούδι του Γιάννη Μαρκόπουλου Ζαβαρακατρανέμια που τραγούδησε ο Νίκος Ξυλούρης στα μαύρα χρόνια της Χούντας των Συνταγματαρχών. Οι συνθηματικές λέξεις Ζαβαρακατρανέμια και Ίλεος χρησιμοποιήθηκαν γιατί δεν μπορούσαν να περάσουν από το καθεστώς λογοκρισίας της εποχής οι λέξεις Λάβαρα, Μαύρα, Ανέμισαν και Έλεος. Σήμερα έχουμε περάσει σε μια κατάσταση, όπου οι παραπάνω λέξεις θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν, γιατί φαινομενικά τουλάχιστον δεν υπάρχει καθεστώς λογοκρισίας.
Στην πράξη όμως, η λογοκρισία έδωσε τη θέση της σε άλλες τεχνικές απόκρυψης της αλήθειας και νέες μεθόδους επίθεσης ενάντια στην κριτική σκέψη: στο βομβαρδισμό του μιντιακού συστήματος από ειδήσεις και οπτικοακουστικό υλικό που δεν είναι τεκμηριωμένα και βασίζονται σε αυθαίρετα δεδομένα. Οι ψευδοειδήσεις υπερέχουν έναντι της έντιμης και τεκμηριωμένης ερευνητικής δημοσιογραφίας.
Το ζητούμενο επομένως της διείσδυσης των fake news είναι βαθιά πολιτικό και δεν είναι μόνο θέμα εκπαίδευσης και δεξιοτήτων. Αφορά στην προστασία της ιδιότητας του πολίτη και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας στο ψηφιακό περιβάλλον, η οποία δεν μπορεί να επιτευχθεί αποκλειστικά και μόνο με την ενδυνάμωση των δεξιοτήτων των πολιτών και των λειτουργών της ενημέρωσης, σε σχέση με την αποκωδικοποίησης του σύγχρονου πληροφοριακού και οπτικοακουστικού σήματος. Ουσιαστικά αφορά στη διεκδίκηση μιας πιο ενεργής ψηφιακής πολιτειότητας δεδομένου ότι η διασύνδεση του φυσικού με το ψηφιακό κόσμο είναι πιο έντονη όσο ποτέ και η διασύνδεση αυτή θα επεκτείνεται διαρκώς.
Το πραγματικό επομένως διακύβευμα δεν είναι αν θέλουμε να υπάρχουν ή να μην υπάρχουν fake news. Το ζητούμενο είναι αν θέλουμε πραγματικά οι πολίτες να μην είναι απλώς χρήστες ψηφιακών υπηρεσιών/ εφαρμογών και συλλέκτες/ καταναλωτές ψηφιακών αρχείων, αλλά να είναι κριτικά σκεπτόμενοι πολίτες που όχι μόνο καταναλώνουν, αλλά και συμμετέχουν στο δημόσιο βίο παράγοντας το δικό τους περιεχόμενο.
Άλλωστε στη σημερινή εποχή ο καθένας μας αποτελεί ένα media outlet γιατί όχι μόνο καταναλώνει, αλλά και παράγει μηνύματα και ειδήσεις εύκολα μέσω του διαδικτύου, της διασύνδεσης με τους άλλους ανθρώπους και των συμμετοχικών κοινοτήτων που αυτό εξασφαλίζει. Ο προσωπικός λογαριασμός στο Facebook/ Twitter/ Instagram κτλ. ισοδυναμεί με τη δημιουργία ενός νέου παγκόσμιας εμβέλειας καναλιού επικοινωνίας, το οποίο συνδέει τον κάτοχο του με ολόκληρο τον κόσμο.
Αν επομένως δεν μπουν αυτές οι πολιτικές παράμετροι στο σχεδιασμό των πολιτικών μιντιακού εγγραμματισμού, τα όποια αποτελέσματα θα είναι πενιχρά. Για παράδειγμα είναι πολιτική απόφαση το αν οι αυτοκρατορίες των γιγάντων του διαδικτύου και της πληροφορικής θα συνεχίζουν να βγάζουν κέρδη και να επεκτείνουν τις υπηρεσίες βγάζοντας υπεραξία και υπερκέρδη από τα προσωπικά δεδομένα, καθώς και το περιεχόμενο που προσφέρουν οι χρήστες με τις αναρτήσεις τους, με τη χρήση του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, με τη χρήση της αναζήτησης πληροφοριών, με τη χρήση πληροφοριακού υλικού για την αγορά προϊόντων κτλ. Όλα αυτά έχουν εμπορική αξία για τις πλατφόρμες γιατι με αυτόν τον τρόπο αυξάνεται η χρηματιστηριακή τους αξία. Με άλλα λόγια οι γίγαντες του διαδικτύου δηλαδή και στο χρηματιστήριο και στους διαφημιστές πουλάνε στην πραγματικότητα τον ίδιο τον χρήστη.
Για να μπουν επομένως πολιτικές προτεραιότητες στο πεδίο της καταπολέμησης των ψευδών ειδήσεων, οφείλουμε να διευρύνουμε ακόμα περισσότερο το δημόσιο διάλογο πάνω στο συγκεκριμένο μείζον θέμα και να καταλήξουμε σε δύο βασικές παραδοχές, τις οποίες και διερευνώ παρακάτω:
Πρώτον, το πρόβλημα σήμερα δεν είναι μόνο οι ψευδείς ειδήσεις, αλλά όπως αναλύει ο δημοσιογράφος James Ball, η εμφατική κυριαρχία του κόσμου από bullshits και bullshiters ή ανεύθυνων και ύπουλων χρηστών των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και των παραδοσιακών μέσων ενημέρωσης.
Δεύτερον, το πρόβλημα δεν μπορεί να λυθεί αν δεν αναζητηθεί ένα νέο υπόδειγμα ψηφιοποίησης της οικονομίας που να βασίζεται στη διαμόρφωση μιας νέας συμβιωτικής και πιο λειτουργικής σχέσης των ρυθμιστικών αρχών και της κοινωνίας με τους BigTech ολιγοπωλιακούς γίγαντες του διαδικτύου, τους γνωστούς με το ακρωνύμιο GAFAM ή GAFAN ή ή FAANG ή FANG από τις λέξεις των μεγάλων εταιριών πληροφορικής και Media δηλαδή την Google, την Facebook, την Amazon, την Microsoft, τη Netflix. Στη συζήτηση βέβαια οφείλουμε να βάλουμε και τους Ασιατικούς κολοσσούς της πληροφορικής BAT – Baidu, Alibaba and Tencent, οι οποίες επεκτείνουν τις δραστηριότητες και την καινοτομία που αναπτύσσουν σε παγκόσμιο επίπεδο απειλώντας ευθέως τη ψηφιακή κυριαρχία των GAFAM.
Αντίθετα η Ευρώπη παραμένει καταναλωτής των προϊόντων και των υπηρεσιών των GAFAM και των BAT και ο μεγάλος χαμένος στην κούρσα της τεχνολογικής καινοτομίας. Η αξίας 4,5 δισεκατομμυρίων ευρώ εξαγορά της Kuka, γνωστή για το βιομηχανικό της ρομπότ, από την κινεζική εταιρία Midea αποτέλεσε τροχιοδεικτική βολή για την τεχνολογική αυτοδυναμία της Ευρώπης και πολλοί χαρακτήρισαν τη συγκεκριμένη εξέλιξη αρνητική με την έννοια ότι το γερμανικό knowhow πέρασε σε ξένα χέρια. Σήμερα, από τις είκοσι όμως μεγαλύτερες εταιρίες πληροφορικής στον κόσμο, οι έντεκα είναι Αμερικάνικες και οι εννιά από την Ασία. Η Ευρώπη επομένως οφείλει να κινηθεί γρήγορα για να μειώσει το χάσμα ψηφιοποίησης της οικονομίας που τη διακρίνει σε σχέση με την Βόρεια Αμερική και την Ασία.
Η μετά-αλήθεια και γιατί δεν υπάρχουν μόνο ψευδείς και αληθινές ειδήσεις
Στη δημόσια συζήτηση μπορεί να κυριαρχεί το θέμα των ψευδών ειδήσεων, αλλά αγνοείται η μεγάλη εικόνα που είναι η μετα-αλήθεια. Η μετα-αλήθεια, μια από τις πιο πρόσφατες εννοιολογικές προσθήκες στο λεξικό της Οξφόρδης, έχει ήδη αναγνωριστεί ως «η συνθήκη κατά την οποία τα αντικειμενικά δεδομένα επιδρούν λιγότερο στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης απ’ ό,τι η ενεργοποίηση των συναισθημάτων και των προσωπικών πεποιθήσεων». Πρόκειται για μια συνθήκη άκρως υπονομευτική για τη δημοκρατία.
Στην κοινωνία της μετα-αλήθειας, η οπαδική άποψη θριαμβεύει επί του λογικού επιχειρήματος, κυριαρχεί ο στεγνός εμπειρισμός των δεδομένων και η αποπλαισίωση, η αποσπασματικότητα και η επιλεκτική χρησιμοποίηση της διαθέσιμης πληροφορίας, η έλλειψη επιμονής στην αναζήτηση της γνώσης και της αλήθειας και η εύκολη αναζήτηση πληροφορίας μέσω του Google search αντικαθιστά βασικές λειτουργίες άσκησης του δημοσιογραφικού επαγγέλματος με αποτέλεσμα την αναπαραγωγή εμπεδωμένων πεποιθήσεων και στερεοτύπων. Στην εποχή πριν το Google search οι δημοσιογράφοι στα έντυπα και στις εφημερίδες αναγκάζονταν να εργαστούν μεθοδικά και επίμονα για να βρουν τις πληροφορίες που χρειάζονται. Σήμερα με το πάτημα ενός κουμπιού βρίσκουν μια μεγάλη θάλασσα πληροφορίας, που δεν κρύβει μόνο θησαυρούς, αλλά και πολλά σκουπίδια.
Για το λόγο αυτό ο βραβευμένος με Πούλιτζερ δημοσιογράφος της «Guardian» James Ball στο πρόσφατο βιβλίο του «Post-Truth: How Bullshit conquered the world» χρησιμοποιεί τη λέξη bullshit για να περιγράψει αυτό που ζούμε ως πολίτες, όταν προσπαθούμε να ενημερωθούμε. Η πλούσια ελληνική γλώσσα περιγράφει με πολλές διαφορετικές λέξεις την αγγλική λέξη bullshit και μια πρώτη απόπειρα καταγραφής τους μας οδηγεί στις παρακάτω λέξεις: Ασυναρτησίες, απάτες, ψευτιές, εμπαιγμοί, κουταμάρες, αρλούμπες, μπούρδες, βλακείες, παραλογισμοί, ανοησίες, μωρολογίες, αερολογίες, σαλιαρίσματα, σαχλαμάρες, σιχαμάρες, μπαρούφες, παπαριές, υπερβολές, τρίχες, παραμύθια, κοροϊδίες, χαζομάρες, ηλιθιότητες, φαντασιώσεις, αηδίες, μαλακίες και σε μια πιο διασταλτική ερμηνεία του όρου μπορούν να χρησιμοποιηθούν και οι λέξεις συνωμοσιολογίες και απαράδεκτα/ άστοχα/ άλογα/ άσκοπα σχόλια και αναλύσεις. Ίσως η λέξη ανοησίες να αποδίδει καλύτερα το νόημα της αγγλικής λέξης bullshit στα ελληνικά.
Και φυσικά οι bullshiters δεν είναι μόνο οι φορείς (agents) του ιού των bullshit για τους δικούς τους ιδιοτελείς σκοπούς, αλλά και οι πάσχοντες από αυτόν είτε γιατί αναπαράγουν ασυναρτησίες και ψέματα άθελα τους, είτε γιατί η κρίση τους επηρεάζεται από αυτά. Δυνητικά δηλαδή είμαστε όλοι μας φορείς και δέκτες των ανοησιών που μπορεί να βρει κανείς τόσο στα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης όσο και στο διαδίκτυο.
Είναι αλήθεια, βέβαια, πώς δεν έχουμε όλοι την ίδια ευθύνη. Η ευθύνη των πολιτικών είναι σαφώς μεγαλύτερη, δεδομένης της αυξημένης πρόσβασης που τους δίνει η κοινωνία και τα μέσα ενημέρωσης να προβάλλουν τις απόψεις τους και να καθορίσουν πολιτικές που επηρεάζουν τις ζωές μας. Οι πολιτικοί επομένως είτε όταν συνειδητά ή ασυνείδητα αναπαράγουν ψευδείς ειδήσεις και ανοησίες ή όταν ηθελημένα προσπαθούν να ξεκινήσουν ένα debate έχοντας ως επιχειρηματολογία μη επαληθευμένες πληροφορίες, ασκούν κακές υπηρεσίες για τον τόπο. Για παράδειγμα το θέμα της συνθήκης των Πρεσπών μετατράπηκε σε μια γιγαντιαία γεννήτρια bullshit και στις δύο χώρες. Και βέβαια όχι τυχαία.
Το πρόβλημα δεν εστιάζεται όμως μόνο στα Βαλκάνια: στη Βρετανία ένα βασικό επιχείρημα των υποστηρικτών του Brexit ήταν ότι το Βρετανικό κράτος δίνει 350 εκατ. λίρες την εβδομάδα στην ΕΕ. Επομένως εάν η Βρετανία βγει εκτός της ΕΕ τα λεφτά αυτά θα μπορούν να δοθούν για να βελτιωθεί το Εθνικό Σύστημα Υγείας και οι παροχές του NHS προς τους Βρετανούς πολίτες. Η άποψη αυτή φάνηκε πιο πειστική και εύπεπτη για αρκετό κόσμο συγκριτικά με την επιδείνωση των συνθηκών περίθαλψης του πληθυσμού εξαιτίας των περικοπών στο δημόσιο σύστημα υγείας. Ή ακριβέστερα ήταν αρκούντως πειστική για να επηρεάσει το τελικό αποτέλεσμα.
Ο ισχυρισμός όμως ότι το Βρετανικό κράτος δίνει 350 εκατ. λίρες την εβδομάδα στην ΕΕ ήταν ένα μεγάλο ψέμα, όχι μόνο γιατί η Βρετανία έδινε περίπου τα μισά από αυτά στην Ένωση, αλλά κυρίως γιατί απέκρυπτε τα πολλαπλά οικονομικά οφέλη που αποκομίζει η Βρετανία με την παραμονή της στην ΕΕ. Τελικά στο δημοψήφισμα για το Brexit μια διαφορά της τάξεως των 1,3 εκατομμυρίων πολιτών ήταν αρκετή για να περάσει η Βρετανία στη σύγχρονη δίνη της εξόδου από την ΕΕ. Αντίστοιχοι μύθοι και μυθεύματα των οπαδών του Brexit έκαναν λόγο για αύξηση μισθών κατά 2% από την ώρα της εξόδου από την Ένωση, καθώς και ότι το Brexit θα αποτρέψει 12 εκατομμύρια Τούρκους να έρθουν άμεσα στη χώρα εξαιτίας των πολιτικών ασύλου της ΕΕ.
Όταν αυτοί οι μύθοι και οι πρόχειρες και αυθαίρετες εκτιμήσεις αναπαράγονται και μάλιστα με θέρμη από πολιτικά πρόσωπα τότε τους δίνεται το «πιστοποιητικό αλήθειας και επισημότητας» για να γίνουν πιστευτές και από τους πολίτες. Οι αιμομικτικές σχέσεις των πολιτικών κύκλων επιρροής με τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης, απογειώνουν την εν λόγω διαδικασίας πιστοποίησης αλήθειας των ψεμάτων μέσα από ένα τηλεοπτικό ρεπορτάζ, μια ραδιοφωνική εκπομπή ή ακόμη και ένα άρθρο, ένα tweet ή μια ανάρτηση στο Facebook από γνωστούς και υποτιθέμενους έγκυρους δημοσιογράφους με αποτέλεσμα η καμπάνια ψεύδους να λάβει ενδημικό χαρακτήρα.
Στο σημείο αυτό έχει γίνει κάτι χειρότερο και από την εκφορά ενός δημόσιου λόγου ο οποίος σπέρνει την παραπληροφόρηση και το ψέμα στην κοινωνία. Έχει αλλάξει αυτό που στη θεωρία των ΜΜΕ ονομάζουμε agenda setting. Στην πολιτική επικοινωνία το agenda setting δηλαδή η προσπάθεια καθιέρωσης στο δημόσιο διάλογο μιας θεματολογίας, την οποία προκρίνει κάποιος γιατί τη θεωρεί σημαντική, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι αυτή η θεματολογία στηρίζεται και σε αδιάψευστα στοιχεία.
Συνεπώς, ορθώς κατά τον Ball το πρόβλημα δεν είναι μόνο το agenda setting που εν τέλει δομείται πάνω σε ψευδείς ειδήσεις, αλλά και η καθιέρωση μιας θεματολογίας στο δημόσιο βίο, η οποία δεν διαχωρίζει το τι τελικά είναι αλήθεια και τι ψέματα. Συχνά όμως, είναι κάτι ακόμη χειρότερο. Πολλές ανοησίες που όχι μόνο λέγονται και γράφονται, αλλά και αναπαράγονται με στόχο την παρεμπόδιση του διαλόγου και της αντιπαράθεσης με επιχειρήματα.
Είναι η κυριαρχία συγκεκριμένων θέσεων και έκφραση διαθέσεων που παράγουν αφηγήματα, δολοφονίες χαρακτήρων και θεωρήσεις της πραγματικότητας που εξοντώνουν την ορθολογική κρίση των πολιτών. Είναι η προσέγγιση του να σηκώσουμε σκόνη, να ρίξουμε λάσπη και να αναγκάσουμε εκείνον που θεωρούμε εμπόδιο στα σχέδια μας να αποδείξει ότι δεν είναι ελέφαντας. Είναι η επιλογή του βασικού μηχανισμού της προπαγάνδας: λέγε και λέγε το ίδιο πράγμα στο τέλος κάτι θα μείνει. Και όλα αυτά με την επίκληση της δημοκρατίας και του δικαιώματος να λέει ο καθένας ό,τι θέλει και να εκφράζεται ελεύθερα.
Το ζητούμενο επομένως είναι αν αντιλαμβάνονται οι πολίτες ότι όταν χρησιμοποιούν τους ατομικούς τους λογαριασμούς κοινωνικούς δικτύωσης δεν ικανοποιούν μόνο τις δικές τους ανάγκες έκφρασης, αλλά αντίθετα ότι συμμετέχουν σε μια δημόσια συζήτηση. Τα σχόλια τους ή τα σχόλια που αναπαράγουν, συγκροτούν έναν ιδιόμορφο ημι-δημόσιο χώρο, εν αντιθέσει με τον οικείο χώρο του σπιτιού, όπου οποιαδήποτε τύπου συζήτηση αποτελεί ιδιωτική υπόθεση. Χρειάζεται εκπαίδευση και αίσθηση ευθύνης από τους χρήστες των κοινωνικών μέσων κοινωνικής δικτύωσης για να μην γίνονται και οι ίδιοι θύτες και θύματα εξαπάτησης και βραχίονες επιδίωξης οργανωμένων συμφερόντων.
Οφείλουν όλοι να καταλάβουν ότι στις μέρες μας έχουμε ήδη αποχαιρετήσει το τέλος της αθωότητας. Οι εκάστοτε ανοησίες που όχι μόνο λέγονται και γράφονται αλλά και αναπαράγονται (για καλύτερη εμπέδωση πάντα) αξιοποιούνται πολλαπλώς από κέντρα και παράκεντρα εξουσίας, αλγόριθμους και ρομπότ. Οφείλουν όλοι να καταλάβουν ότι τίποτα δε σβήνεται στο διαδίκτυο και ότι η μη ορθολογική χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να καταστρέψει ζωές και καριέρες ακόμη και αν κάποια ατυχή ή άστοχα σχόλια έγιναν υπό το βάρος συναισθηματικής φόρτισης και χωρίς σκοπό να θίξουν άλλους ανθρώπους. Στο βωμό του να γίνει κάποιος προσωρινά διάσημος κάνοντας ένα σχόλιο viral που θα του αποφέρει πολλά likes, μπορεί να θυσιάζεται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και να μπαίνει σε κίνδυνο η προσωπικότητα του.
Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, όπου νέοι, αλλά και πιο ώριμης ηλικίας συμπολίτες μας παρασύρονται από οργανωμένες ομάδες διασποράς της ρητορικής του μίσους που στήνουν κρεμάλες και δικαστήρια στο διαδίκτυο, τα οποία μεταφέρονται και στα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης. Στο χώρο του διαδικτύου και των κοινωνικών μέσων δικτύωσης δεν κρύβονται μόνο διαθέσεις αγνής ανταλλαγής σχολιασμών και δεν ικανοποιούνται μόνο οι ανάγκες της περιέργειας, της συνεύρεσης και της διασκέδασης.
Τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό υποβόσκει ένας υπόρρητος εμφύλιος πόλεμος και μια φαύλη διαδικασία διχασμού που στο διάβα της παγιδεύει στο τέλος και την ίδια την κοινωνία σαν ένα αγριεμένο φίδι που δεν έχει να δαγκώσει πλέον τίποτα άλλο πέρα από την ουρά του.
Η ανάγκη νέας ρύθμισης του Διαδίκτυου
Τα φαινόμενα παραπληροφόρησης, αποπληροφόρησης και χειραγώγησης των σύγχρονων κοινωνιών είναι ιδιαίτερα έντονα και απειλητικά για το μέλλον της δημοκρατίας. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και το διαδίκτυο έχουν σημαντική ευθύνη για την συγκεκριμένη κατάσταση. Ο ισχυρισμός αυτός όμως δεν πρέπει να μας οδηγήσει σε μια αποθέωση αμυντικών τεχνοφοβικών διαθέσεων και στην υιοθέτηση λογικών δαιμονοποίησης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Γιατί τότε οδηγούμαστε με μαθηματική ακρίβεια στη δημιουργία νέων μορφών λογοκρισίας. Όπως επίσης απέδειξε η υπόθεση της εκλογής Τραμπ και των σχέσεων του νέου Προέδρου των ΗΠΑ με τα ΜΜΕ, η δαιμονοποίηση των δημοσιογράφων και του Τύπου μπορούν να γίνουν η άλλη όψη της μετα-αλήθειας. Όπως επίσης είναι η άλλη όψη της μετα-αλήθειας η όποια απαγόρευση των πολιτών να εκφράζουν τα συναισθήματα και τις απόψεις τους στο διαδίκτυο.
Σε μια παγκόσμια όμως οικονομία, όπου η απόκτηση και διαχείριση των δεδομένων είναι το «πετρέλαιο του 21ου αιώνα» για να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά τα φαινόμενα παραπληροφόρησης/ αποπληροφόρησης και όχι απλώς τα συμπτώματα αυτών, οφείλουμε να προχωρήσουμε στον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων της Πολιτείας με τα μεγαθήρια του διαδικτύου, τα οποία ελέγχουν το σύνολο της αξιακής αλυσίδας της πληροφορίας.
Οι γίγαντες του διαδικτύου και των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών και συγκεκριμένα οι εταιρικοί κολοσσοί της Facebook, Amazon, Netflix, Google και Microsoft μέσα από εξειδικευμένες αλλά άκρως γοητευτικές εφαρμογές και εργαλεία, μέσα από την επιβολή ενός ψηφιακού οικοσυστήματος διάδρασης και συνδιαλλαγής, τείνουν να υποκαταστήσουν τις θεσμικές δομές της σύγχρονης δημοκρατίας και να μετατρέψουν τους ανθρώπους από πολίτες σε χρήστες υπηρεσιών και καταναλωτές.
Οι πολίτες, δηλαδή, γίνονται πελάτες και δαπανούν ολοένα και περισσότερο χρόνο από τη ζωή τους μπροστά σε οθόνες και συσκευές που αξιοποιούν δεδομένα, εφαρμογές και καινοτομίες τις οποίες εκμεταλλεύεται οικονομικά ένα μικρό ολιγοπώλιο επιχειρήσεων. Αυτό το ολιγοπώλιο της πληροφορικής κατευθύνει και επηρεάζει τη ζωή μας πολύ περισσότερο από ό,τι οι δημοκρατικοί θεσμοί και η κοινωνική συμμετοχή.
Η αλήθεια είναι ότι οι υπηρεσίες που προσφέρουν είναι εξαιρετικής ποιότητας και η «εξάρτηση» σε αυτές είναι σχεδόν μονόδρομος. Η ελκυστικότητα των υπηρεσιών αυτών είναι εμφανής και στον τρόπο που επιλέγουν οι πολίτες και ιδιαίτερα οι νεότερης ηλικίας για να ενημερωθούν και να ψυχαγωγηθούν.
Ειδικά για τη γενιά των social media (Generation Z) ο κίνδυνος έγκειται στην ευκολία και στην ταχύτητα με την οποία επιλέγεται και επεξεργάζεται η πληροφορία. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, πέρα από τις όποιες απαραίτητες τεχνικές δεξιότητες, πρέπει να επιμείνουμε στην καλλιέργεια της κριτικής σκέψης και της «επιμονής» κατά την αναζήτηση της γνώσης και της αλήθειας, μέσω της προσεκτικής διαδικασίας συλλογής και επεξεργασίας αποδεικτικών στοιχείων και δεδομένων, τα οποία σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να συγκρούονται με βαθιά ριζωμένες πεποιθήσεις και προκαταλήψεις μας.
Οι νέες πλατφόρμες διαμοιρασμού περιεχομένου έχουν γίνει πλέον βασικό χαρακτηριστικό του σύγχρονου τρόπου ζωής παρόλο που τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης και επικοινωνίας, όπως η τηλεόραση το ραδιόφωνο και οι εφημερίδες εξακολουθούν να ασκούν επιρροή στα πράγματα και να έχουν υψηλή δημοφιλία.
Ενδεικτικά αναφέρω μερικά στατιστικά στοιχεία που το αποδεικνύουν:
– το Facebook είναι το μεγαλύτερο media outlet του κόσμου, καθώς διαθέτει σχεδόν 2,3 δις χρήστες από τα 7,5 δισ. του παγκόσμιου πληθυσμού. Στη χώρα του Facebook κάθε δευτερόλεπτο δημιουργούνται πέντε νέοι λογαριασμοί, κάθε λεπτό ανεβαίνουν 510,000 σχόλια και γίνονται 293,000 ανανεώσεις στο status, ενώ κάθε ημέρα ανεβαίνουν 300 εκατομμύρια φωτογραφίες,
– στο YouTube ο αριθμός των προϊόντων βίντεο που καταναλώνονται καθημερινά αντιστοιχεί σε 5 δισεκατομμύρια και κάθε λεπτό αναρτώνται 300 ώρες οπτικοακουστικού περιεχομένου,
– η WhatsApp, η δωρεάν εφαρμογή ανταλλαγής άμεσων μηνυμάτων και βιντεοκλήσεων που εξαγόρασε το Facebook το 2014, έναντι 19,3 περίπου εκατομμυρίων δολαρίων, υπολογίζεται ότι διαθέτει ένα πυρήνα χρηστών που για το 2018 άγγιξε το 1,5 δισ. Πρόκειται για μια εξαιρετικά δημοφιλή εφαρμογή όπου σε ημερήσια βάση καταναλωτές-παραγωγοί οπτικοακουστικού περιεχομένου επικοινωνούν και συνδιαλέγονται ανταλλάσσοντας βίντεο (1 δισ. βίντεο ανά μέρα) αλλά και φωτογραφίες (4.5 δισ. φωτογραφίες ανά μέρα)
– για τη γνωστή μιντιακή πλατφόρμα των 280 χαρακτήρων, Twitter, οι χρήστες υπολογίζονται στους 1.3 δισ., από τους οποίους οι 328 εκατ. θεωρούνται ενεργοί, ενώ 48 εκατομμύρια αναγνωρίζονται ως bots. Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει το γεγονός ότι 24,6 εκατ. εξακριβωμένοι λογαριασμοί ανήκουν σε δημοσιογράφους, ενώ το 83% των παγκόσμιων ηγετών έχουν λογαριασμό στο Twitter.
– η πλατφόρμα ζωντανής ροής του Twitch.Tv της Amazon φιλοξενεί σε μηνιαία βάση 4.3 εκατ. streamers (στοιχεία 2019), κατά μέσο όρο 1,296,000 ταυτόχρονους θεατές, 57.900 ταυτόχρονα κανάλια ζωντανών εκπομπών, ενώ για το τρέχον έτος ο χρόνος θέασης υπολογίζεται περίπου στα 167 δισ. λεπτά.
Η πιο ανησυχητική πλευρά της κυριαρχίας των πλατφόρμων κοινωνικής δικτύωσης και διαμοιρασμού του περιεχομένου είναι ότι βασίζεται σε ένα επιχειρηματικό μοντέλο άντλησης εσόδων (monetization), το οποίο φέρνει υψηλά κέρδη για το περιεχόμενο που μπορεί να γίνει viral. Στην αναζήτηση του πιο viral περιεχομένου, οι μεγάλες πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης τείνουν να οδηγούν τα πράγματα σε επικίνδυνη τροχιά δίνοντας χώρο και δημόσιο βήμα ακόμη και σε αναρτήσεις οι οποίες κατά το νόμο κρίνονται επικίνδυνες αφού συνιστούν δημόσια προτροπή σε βία και ασέβεια στην ανθρώπινη ζωή και ελευθερία.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για αυτό είναι η πρόσφατη τρομοκρατική ενέργεια στη Νέα Ζηλανδία. Ο μακελάρης είχε σε ζωντανή μετάδοση 17 λεπτών την αιματηρή του επίθεση στο Christchurch. Το βίντεο αυτό μέσα σε 24 ώρες έγινε uploaded 1,5 εκατομμύρια φορές στο Facebook, ενώ στο YouTube υπήρχε μια μεταφόρτωση (upload) ανά δευτερόλεπτο. Χιλιάδες άνθρωποι είδαν το συγκεκριμένο βίντεο αν και η αντίδραση της Facebook και της Google (ιδιοκτήτρια του YouTube) ήταν άμεση.
Αντιλαμβάνεται κανείς ότι σε κανένα άλλο ραδιοτηλεοπτικό μέσο ενημέρωσης δεν θα επιτρεπόταν η ζωντανή μετάδοση μιας μαζικής δολοφονίας. Στην περίπτωση όμως της Facebook, της Google, της Twitter τα πράγματα είναι διαφορετικά γιατί πολύ απλά σύμφωνα με την παράγραφο 230 του Communications Decency Act (νόμος του 1996), οι εταιρίες αυτές δεν έχουν την ευθύνη του περιεχομένου που κουβαλούν στις πλαφόρμες τους και οι όποιες παρεμβάσεις τους γίνεται εκ των υστέρων. Το περιεχόμενο αυτό «βαφτίζεται» user generated content με αποτέλεσμα να μην υπάρχει συντακτική ευθύνη και όλες οι υποχρεώσεις και οι ευθύνες που βαραίνουν τα παραδοσιακά media outlets να μην εφαρμόζονται για αυτές.
Οι γίγαντες της πληροφορικής και του διαδικτύου πέρα από την έλλειψη ευθύνης ανάλογης με τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης δεν εμφανίζουν και ισχυρά αντανακλαστικά να περιορίσουν το βλαπτικό περιεχόμενο στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Σε ντοκιμαντέρ του BBC (The Internet’s Dirtiest Secrets: The Cleaners, BBC Four) που προβλήθηκε πρόσφατα φανερώνονται οι φριχτές συνθήκες ψυχολογικής πίεσης κάτω από τις οποίες εργάζονται οι λεγόμενοι moderators στις Φιλιππίνες. Οι άνθρωποι αυτοί απομονωμένοι ουσιαστικά από τον έξω κόσμο είναι υπεύθυνοι για το κατέβασμα υλικού επικίνδυνου για την κοινωνία, όπως περιεχόμενο που προπαγανδίζει την τρομοκρατία, σκηνές και εικόνες από αληθινούς βιασμούς και αυτοκτονίες, καθώς και υλικό παιδικής πορνογραφίας.
Σύμφωνα με το ντοκιμαντέρ οι δεκάδες χιλιάδες Φιλιπινέζοι moderators των μεγάλων εταιριών πληροφορικής εξετάζουν 25.000 φωτογραφίες κατά μέσο όρο κάθε μέρα. Η αποτελεσματικότητα τους στο να απαλλάξουν τον κυβερνοχώρο από «προϊόντα» που προσβάλουν την ανθρώπινη ύπαρξη είναι αβέβαιη λόγω του τεράστιου όγκου περιεχομένου και των κακών συνθηκών εργασίας, όπως απέδειξε και η πρόσφατη δολοφονία ενός 11χρονου κοριτσιού από τον πατέρα του στην Ταϊλάνδη, η οποία ήταν διαθέσιμη για 24 ώρες σε όλους τους χρήστες του Facebook. Οι smart detection technologies που διατείνονται ότι χρησιμοποιούν τα μεγαθήρια της πληροφορικής δεν μπόρεσαν επίσης να αποτρέψουν το γεγονός.
Για την πρωθυπουργό της Νέας Ζηλανδίας οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης πρέπει να θεωρούνται οι εκδότες και όχι οι ταχυδρόμοι του περιεχομένου. Αντίστοιχα για τον πρωθυπουργό της Αυστραλίας το θέμα του τι ανεβαίνει στις πλατφόρμες πρέπει να συζητηθεί στην επόμενη (Ιούνιος 2019) σύσκεψη των G20 στην Οζάκα της Ιαπωνίας.
Δύσκολα μπορεί κάποιος να διαφωνήσει με τις θέσεις αυτές ειδικά αν αναλογιστούμε και άλλες περιπτώσεις εκτός του μακελάρη της Νέας Ζηλανδίας, όπου το αποτρόπαιο θέαμα μεταδόθηκε ζωντανά από το Facebook Live και στη συνέχεια ταξίδεψε με αστραπιαία ταχύτητα στις πλατφόρμες της Google, της YouTube, της Twitter κτλ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο βιασμός το 2017 ενός 15χρονου κοριτσιού από το Σικάγο από 6 άνδρες ή η δολοφονία ενός ηλικιωμένου στο Cleveland, η οποία αναρτήθηκε στο Facebook με προτροπές αναζήτησης του δολοφόνου από τους χρήστες.
Όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι η πληροφόρηση μέσω του διαδικτύου βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με συνεχώς εξελισσόμενες απειλές οι οποίες, δυστυχώς αναμένεται να μας απασχολήσουν ακόμα εντονότερα στο εγγύς μέλλον, καθώς υπονομεύουν την ίδια τη δημοκρατία. Η ανάγκη για την ανεύρεση νέων μεθόδων και πρακτικών για την καταπολέμηση του φαινομένου προβάλει πιο επιτακτική από ποτέ, τη στιγμή που οι παραδοσιακές ρυθμιστικές προσεγγίσεις δεν είναι από μόνες τους επαρκείς για την επίτευξη του επιθυμητού αποτελέσματος.
Για το λόγο αυτό, αναπτύσσονται και εφαρμόζονται πλέον διάφοροι, τόσο κοινωνικο-τεχνικοί όσο και νομικοί μηχανισμοί για τον εντοπισμό, τον περιορισμό και την αντιμετώπιση των διαδικτυακών εκστρατειών παραπληροφόρησης, μίσους και προπαγάνδας. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε πρόσφατα στοιχεία που δείχνουν ότι υπάρχει συμμόρφωση των διαδικτυακών πλατφορμών με τον Κώδικα Δεοντολογίας για την παραπληροφόρηση. Στο πλαίσιο αυτό η Facebook, το YouTube και το Twitter κατέβασαν από τις πλατφόρμες τους εντός 24 ωρών το 72% του περιεχομένου διαδικτυακής ρητορικής του μίσους (δηλαδή περιεχόμενο που προάγει το ρατσισμό, το σεξισμό και τη ξενοφοβία) που εντόπισαν, γεγονός το οποίο δείχνει δραματική αύξηση της τάξεως του 70% σε σχέση με τις αντίστοιχες απόπειρες αποκλεισμού του σχετικού περιεχομένου το 2018.
Δυστυχώς, όπως καλά γνωρίζουμε, η τεχνολογία τρέχει πολύ γρηγορότερα από οποιεσδήποτε ρυθμίσεις μπορούν να γίνουν στον τομέα, γι’ αυτό η στρατηγική της πολιτείας θα πρέπει να είναι ακόμη πιο αποφασιστική. Οι γίγαντες του διαδικτύου αντιπροσωπεύουν μια παγκόσμια ηγεμονική δύναμη και μια νέα αυτοκρατορία που διαθέτει υψηλότερη χρηματιστηριακή αξία (άνω των 3 τρισεκατομμυρίων δολλαρίων) από το ΑΕΠ της συντριπτικής πλεοψηφίας των κρατών παγκοσμίως.
Ο καλύτερος ή ίσως και ο μοναδικός δρόμος είναι ο συνδυασμός της ίδιας της τεχνολογίας και της ενεργής συμμετοχής της κοινωνίας των πολιτών, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Στην πορεία για κάτι τέτοιο ανοίγονται μπροστά μας τρεις προκλήσεις, οι οποίες ανιχνεύονται ήδη σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ώστε να υπάρξει αντίστοιχη συνεκτική πολιτική από όλα τα κράτη-μέλη:
Η πρώτη πρόκληση είναι η δημιουργία ενός κοινού πλαισίου δεδομένων για τη διευκόλυνση και την προώθηση της έρευνας και της καινοτομίας στους τομείς της νοημοσύνης των μηχανών (machine learning) και της τεχνητής νοημοσύνης. Το πλαίσιο αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει (α) ένα δημόσιο αποθετήριο διαδικτυακού περιεχομένου, μέσω του οποίου ερευνητές και πολίτες θα μπορούν να έχουν πρόσβαση σε δεδομένα που αφορούν σε επιχορηγούμενες διαφημιστικές εκστρατείες. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να υπάρξει συλλογή όλων των δημοσιεύσεων και διαφημίσεων στις οποίες προβαίνουν τα πολιτικά κόμματα και οι επίσημοι υποψήφιοί τους σε ένα δημόσιο αποθετήριο, το οποίο να είναι προσβάσιμο από ερευνητές και έμπιστα τρίτα μέρη. Η Facebook πρόσφατα ανακοίνωσε ότι πριν τις ευρωεκλογές θα δώσει ανοιχτή πρόσβαση σε μια βάση δεδομένων, στην οποία θα φαίνεται ποιά πολιτικά κόμματα και ποιοι πολιτικοί παράγοντες την πλήρωσαν για διαφημιστικές εκστρατείες.
(β) την ανάπτυξη μιας διαπλατφορμικής έρευνας (cross-platform research) υιοθετώντας την τυποποίηση των δεδομένων, προκειμένου να χαρτογραφηθεί και να αναλυθεί ένα ευρύτερο πεδίο παραπληροφόρησης. Μια πλατφόρμα η οποία θα στηρίζεται στη λογική των ανοιχτών δεδομένων, γεγονός το οποίο θα διευκολύνει τη διασταύρωση, τη σύνθεση και ανάλυση δεδομένων. Σε άλλες χώρες έχουν προκριθεί πιο τολμηρές και μάλλον επικίνδυνες πολιτικές. Για παράδειγμα στη Λιθουανία η Google Digital Innovation Fund και η εταιρία Delfi Media χρηματοδοτούν την ιστοσελίδα http://bit.ly/2IiOo8Y, η οποία χρησιμοποιεί ένα ευρύτατο δίκτυο επαγγελματιών δημοσιογράφων, δημόσιων λειτουργών και εθελοντών που τους αποδίδεται ο όρος ξωτικά (elves) που δίνουν οδηγίες για την ανίχνευση και την καταπολέμηση της ρωσικής (όπως αναφέρουν) προπαγάνδας διερευνώντας καθημερινά 20.000 άρθρα από περισσότερες από 1.000 διαφορετικές πηγές ειδήσεων που παρουσιάζουν τη Λιθουανία ως ένα κράτος διαλυμένο και με προβλήματα, το οποίο έχει υποδουλωθεί από το ΝΑΤΟ.
Ωστόσο, η έλλειψη διαφάνειας στα συστήματα παρακολούθησης που εφαρμόζουν τα μονοπώλια των τεχνολογικών κολοσσών κοινωνικής δικτύωσης εγείρει ερωτήματα κατά πόσο οι τελευταίοι είναι πρόθυμοι και ικανοί να αντιμετωπίσουν φαινόμενα παραπληροφόρησης. Για τον πρώην CEO της Apture Tristan Harris ακόμη και αν οι προθέσεις αυτές είναι ειλικρινείς η περίπτωση των BigTech θυμίζει την ιστορία του Φρανκεστάϊν. Η Facebook δημιούργησε ένα ψηφιακό τέρας, τον Ψηφιακό Φρανκεστάϊν – και επομένως εξ ορισμού δεν μπορούν πλέον να τον ελέγξουν. Απλώς δεν θέλουν να το παραδεχτούν. Άλλοι επίσης είδαν με σκεπτικισμό τη δημόσια επίκληση του Zuckerberg, ιδρυτή της Facebook, για τη λήψη πιο αυστηρών ρυθμίσεων στο διαδίκτυο από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές, καθώς είναι αδύνατο να ελεγχθεί η κατάσταση με τα Fake News και των αναρτήσεων με επιβλαβές περιεχόμενο.
Η πρόθεση του γνωστού επιχειρηματία και προγραμματιστή του Facebook να υποστηρίξει το αυτονόητο, ήρθε μάλλον αργά δεδομένου ότι έχουν ήδη προηγηθεί το σκάνδαλο της Cambridge Analytica, η αποκάλυψη ότι εκατομμύρια αρχεία χρηστών βρέθηκαν έκθετα στους servers του Amazon Cloud και λίγες ημέρες μετά την υπερψήφιση από το ευρωκοινοβούλιο της Οδηγίας για τα Πνευματικά Δικαιώματα, η οποία μεταξύ άλλων προβλέπει πως οι πλατφόρμες θα είναι στο εξής υπεύθυνες για το περιεχόμενο που δημοσιεύουν οι χρήστες τους.
Οι νομοθέτες σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο, έχουν αρχίσει να δείχνουν τα δόντια τους Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων (GDPR) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που τέθηκε σε ισχύ πέρυσι, καθώς επίσης και το γεγονός ότι τον προηγούμενο μήνα, στη Βρετανία, τα πορίσματα ειδικής επιτροπής ζήτησε άμεση εφαρμογή αυστηρότερων κανόνων δεοντολογίας για τη λειτουργία των διαδικτυακών πλατφορμών ενημέρωσης και περιεχομένου. Αντίστοιχες ρυθμιστικές πρωτοβουλίες έχουν ήδη ληφθεί στην Αμερική, όπως του γερουσιαστή Mark Warner που προετοιμάζει μια νομοθεσία για την ασφάλεια των δεδομένων
Ακόμη πιο ηχηρά από τις θεσμικές παρεμβάσεις είναι τα μέχρι στιγμής πρόστιμα στους γίγαντες του διαδικτύου για τη νόθευση του ανταγωνισμού, όπως για παράδειγμα η υποχρέωση της Apple να καταβάλλει 13 δισ. ευρώ σε φόρους στην Ιρλανδία (2016), η καταβολή φόρων της τάξεως των 250 εκατομμυρίων ευρώ από την Amazon στο Λουξεμβούργο (2017), το πρόστιμο στη Google και στην αμερικανική εταιρεία κατασκευής επεξεργαστών και 5G chipmaker Qualcomm ύψους 4,3 δισ. και 1 δισ. ευρώ αντίστοιχα για πρακτικές αθέμιτου ανταγωνισμού (2019).
Το πιο ίσως υποκριτικό στην περίπτωση της δήλωσης του Zuckerberg είναι ότι χρονικά συμπίπτει με το νέο στρατηγικό πλάνο της Facebook να προχωρήσει στην ενοποίηση των υπηρεσιών της Facebook, Instagram, WhatsApp, γεγονός το οποίο θα μετατρέψει τα μηνύματα στις συγκεκριμένες πλατφόρμες απολύτως κρυπτογραφημένα. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι κάθε χρήστης του Facebook θα έχει την δυνατότητα να επικοινωνεί απευθείας με κάποιον που έχει μόνο λογαριασμό στο WhatsApp και στο Instagram, αδιαφορώντας για τον όγκο των δεδομένων που μπορούν να μοιράζονται ανάμεσα στις εν λόγω υπηρεσίες. Σε μια εποχή δηλαδή που η Facebook δέχεται έντονη κριτική για το θέμα της ασφαλούς και μη επιβλαβούς χρήσης των δεδομένων των χρηστών, υπάρχει στα σκαριά μια απόπειρα γιγάντωσης των δεδομένων που θα διαχειρίζεται ο αμερικάνικος κολοσσός και κατά συνέπεια, μονοπώλησης της αγοράς επικοινωνίας μέσω εφαρμογών κινητής τηλεφωνίας.
Το ίδιο ισχύει και για τις υπόλοιπες μεγάλες εταιρίες πληροφορικής και τις στρατηγικές που υιοθετούν για την μελλοντική τους ανάπτυξη. Οι στρατηγικές τους δεν δείχνουν την παραμικρή πρόθεση να περιορίσουν το εύρος των λειτουργιών τους. Αντίθετα παρατηρείται μια έντονη επιθετικότητα στις αγορές με εξαγορά ιδίων μετοχών (buyback) και των εν δυνάμει ανταγωνιστών τους, με χαρακτηριστική την περίπτωση της αγοράς της WhatsApp και της Instagram από τη Facebook και της απόκτησης του YouTube, της Nest και της DeepMind από τη Google. Όπως σημειώνει ο Σμυρναίος σε σχετική του μελέτη μεταξύ 2011 και 2015, οι λεγόμενες GAFAM έχουν ολοκληρώσει περισσότερες από 300 συγχωνεύσεις και εξαγορές ή άλλες μορφές επιχειρησιακής αναδιάρθρωσης με προϋπολογισμό δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Όπως εύστοχα τονίζει η φιλόσοφος Onora O’Neil στο πρόσφατο βιβλίο της «Η χακαρισμένη Δημοκρατία»: η ρύθμιση του ψηφιακού κόσμου είναι εξαιρετικά σύνθετο και δύσκολο ζήτημα όχι τόσο εξαιτίας της τεχνολογίας, αλλά του επιχειρηματικού μοντέλου που ακολουθείται από αυτούς που την ελέγχουν. Σε ανάλογα συμπεράσματα καταλήγει και ο συγγραφέας του best-seller The Four, Scott Galloway, ο οποίος εξετάζοντας το κρυμμένο DNA της επιτυχίας της Amazon, Apple, Facebook και Google διατείνεται ότι υπάρχει μεγάλη ανάγκη να μελετηθεί ο τρόπος άντλησης κέρδους, αξίας και εσόδων των εταιριών αυτών και το πώς οι εταιρίες αυτές έχουν την ικανότητα να συσσωρεύουν περισσότερη δύναμη και επιτυχία με την πάροδο του χρόνου.
Σχεδιάζοντας μελλοντικές ρυθμιστικές παρεμβάσεις
Σε ένα παγκόσμιο οικοσύστημα που βασίζεται στα δεδομένα, το κύριο ερώτημα δεν είναι μόνο αν τα δεδομένα συλλέγονται, αλλά αν αυτά είναι προσβάσιμα, με ποιο τρόπο και πότε. Εξαιτίας της ραγδαίας εξέλιξης των τεχνικών παραπληροφόρησης, οι ερευνητές πρέπει να έχουν συνεχή πρόσβαση σε μεγάλους όγκους δεδομένων για να αξιολογούν και να επανασχεδιάζουν τις μεθοδολογίες.
Άρα η πολιτεία θα πρέπει να είναι σε θέση να συμβάλλει στη δημιουργία αυτής της απαραίτητης συνεργασίας μεταξύ των πλατφορμών κοινωνικής δικτύωσης και των επιστημόνων, να προωθήσει πολιτικές για τη θέσπιση κανόνων δεοντολογίας, την προστασία των προσωπικών δεδομένων και την ανάλυση δεδομένων, αλλά και να διασφαλίσει την αρχειοθέτηση και διατήρηση διαδικτυακού περιεχομένου σημαντικής ιστορικής αξίας.
Ή, ακόμη, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί η τεχνολογία blockchain, η οποία καθιστά σχεδόν αδύνατη την παραποίηση περιεχομένου, καθώς συγκρίνει κάθε τυχόν αλλαγή με το πρωτότυπο περιεχόμενο. Υπάρχουν, επίσης, αναδυόμενες τεχνολογίες για τον έλεγχο της αλήθειας και την επαλήθευση του περιεχομένου των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Τα εργαλεία των τεχνολογιών αυτών χρηματοδοτούνται από πολλά προγράμματα της ΕΕ, από πλατφόρμες crowdsourcing, από πρωτοβουλίες δημοσιογραφίας των πολιτών ή αποθετήρια όπως το FactCheck. Ένα τέτοιο παράδειγμα θα έχουμε σύντομα σε λειτουργία από την ομάδα Fact Checking της ΕΡΤ.
Η δεύτερη πρόκληση είναι η βελτίωση του νομικού πλαισίου διαφάνειας και λογοδοσίας των πλατφορμών και των πολιτικών φορέων σχετικά με το διαμοιρασμό διαδικτυακού περιεχομένου. Προκειμένου να οικοδομηθεί ένα εναρμονισμένο νομικό πλαίσιο και να αποφευχθεί ο κατακερματισμός του ψηφιακού χώρου, θα πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή ένα συνεκτικό παγκόσμιο πλαίσιο ρύθμισης. Η θέσπιση νομοθεσίας που ρυθμίζει το περιεχόμενο θα πρέπει μεν να καθιστά τις πλατφόρμες υπεύθυνες για τυχόν διαχείριση περιεχομένου, ωστόσο δεν θα πρέπει να υπονομεύει την ελευθερία του λόγου και την ιδιωτικότητα.
Το ενιαίο ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο θα πρέπει να έχει ως σκοπό την αποτροπή της αυθαίρετης διαχείρισης περιεχομένου από τις πλατφόρμες, ενώ θα τις υποχρεώνει να αναλάβουν κάποιες ελάχιστες υποχρεώσεις. Οι υποχρεώσεις αυτές έχουν να κάνουν με τη δυνατότητα πρόσβασης σε σύνολα δεδομένων με περιεχόμενο που σχετίζεται με παραπληροφόρηση, αλλά και με την παροχή στοιχείων προς τους πολίτες και τις ρυθμιστικές αρχές σχετικά με περιεχόμενο που αποσύρεται, λογαριασμούς που αναστέλλονται ή ζητήματα λογοδοσίας σχετικά με τη διαχείριση αμφισβητούμενου περιεχομένου. Ο τελικός χρήστης θα πρέπει, επίσης, να έχει τη δυνατότητα προσφυγής, σε περίπτωση που θεωρεί ότι έχουν θιγεί τα δικαιώματά του. Τόσο το θεσμικό πλαίσιο όσο και το δημόσιο αποθετήριο δεδομένων θα έχουν μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα εάν εφαρμοστούν σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η τρίτη πρόκληση είναι η υποστήριξη διεπιστημονικών προσεγγίσεων στην ανάλυση των επιπτώσεων των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στην κοινωνία και στη δημοκρατία. Αυτό προϋποθέτει την εμπλοκή διαφορετικών δρώντων, όπως είναι οι αναλυτές δεδομένων, οι ερευνητές τεχνητής νοημοσύνης, οι πολιτικοί και κοινωνικοί επιστήμονες, και οι δημοσιογράφοι. Όλοι αυτοί θα πρέπει να συνεργαστούν τόσο μεταξύ τους όσο και με τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης και την πολιτεία, προκειμένου να κατανοήσουν πλήρως τους μηχανισμούς της ταχύτατης εξάπλωσης της παραπληροφόρησης και να σχεδιάσουν πιο αποτελεσματικούς τρόπους για τον περιορισμό και την αποτροπή της.
Δημοσιογράφοι και επιστήμονες χρειάζονται πρόσβαση στο περιεχόμενο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, με σκοπό την προώθηση της έρευνας και του πειραματισμού. Είναι, λοιπόν, σημαντικό να δημιουργηθούν ανεξάρτητοι οργανισμοί τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο, οι οποίοι θα διευκολύνουν τη συνεργατική, τεκμηριωμένη έρευνα και θα βοηθήσουν στην προώθηση βέλτιστων πρακτικών για την ανίχνευση και την πρόληψη της παραπληροφόρησης στο διαδίκτυο. Οι οργανισμοί αυτοί θα μπορούσαν, επίσης, να λειτουργούν ως εκκολαπτήρια πρωτοβουλιών που φέρνουν σε επαφή επιστήμονες από διαφορετικούς φορείς και κλάδους.
«Κλειδί» η εμπιστοσύνη στα μέσα ενημέρωσης
Είναι γεγονός ότι όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και διεθνώς η ανθρωπότητα βιώνει την εποχή της μετα-αλήθειας, της προπαγάνδας και των fake news, και της εντυπωσιακής ανόδου της Ακροδεξιάς αλλά και της «ύπουλης» και σταδιακής εγκαθίδρυσης της ρητορικής της στον δημόσιο λόγο, ανά την Ευρώπη.
Αναλύσαμε τους λόγους, τις αιτίες και τους μηχανισμοί που ευθύνονται για το πώς φτάσαμε ως εδώ. Αυτό όμως που είναι αδιαμφισβήτητο και απηχεί σήμα συναγερμού ενόψει και των κρίσιμων επερχόμενων ευρω-εκλογών για το μέλλον της Ευρώπης, είναι ότι οι σύγχρονες προκλήσεις που απειλούν ευθέως τη δημοκρατία συνδέονται με δύο διαδικασίες: πρώτον, τη διαδικασία κυριαρχίας του διαδικτύου και δεύτερον τη διαδικασία συνεχούς ψηφιοποίησης της οικονομίας.
Τόσο όμως η ψηφιοποίηση της οικονομίας όσο και η εντονότερη χρησιμοποίηση του διαδικτύου στον τρόπο οργάνωση της παραγωγής και του τρόπου ζωής μας είναι συνθήκες που δεν μπορούμε να αποφύγουμε ή να μετριάσουμε γιατί θα χαθούν τα σημαντικά οφέλη από την ανάδυση της νέας «οικονομίας της γνώσης», των νέων ανατρεπτικών τεχνολογιών και της τεχνολογικής καινοτομίας. Αν όμως ο βασικός μας στόχος είναι η θωράκιση των δημοκρατικών ελευθεριών και η ύπαρξη χειραφετημένων και ενεργών πολιτών, τότε είναι επείγον να χρησιμοποιούν οι πολίτες περισσότερα εργαλεία κριτικής προσέγγισης της πληροφορίας.
Αυτό όμως δεν θα έρθει ως μάννα εξ ουρανού, απαιτούνται γενναίες ρυθμιστικές παρεμβάσεις σε διεθνές επίπεδο, καθώς και άσκηση πολιτικών ενίσχυσης του εγγραμματισμού στα μέσα, προώθηση πρωτοβουλιών επαλήθευσης ειδήσεων και παρεμβάσεις που συνδέονται με το κόστος παραγωγής και λειτουργίας των έντυπων μέσων ενημέρωσης, ώστε οι αξιόπιστες πηγές ενημέρωσης να πολλαπλασιαστούν.
Η βελτίωση των προτύπων που διέπουν τη δημοσιογραφία, την πολιτική διαφήμιση και τις πολιτικές εκστρατείες είναι επίσης απαραίτητες ενέργειες προκειμένου να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη του κοινού προς τα μέσα ενημέρωσης. Η εμπιστοσύνη αυτή είναι ενδεικτικό στοιχείο ομαλής λειτουργίας της δημοκρατίας και θα πρέπει να ενισχυθεί με τον καθορισμό και την εφαρμογή ισχυρών κανόνων δεοντολογίας για τον όλα τα μέσα ενημέρωσης, βασισμένων στην αρχή της διαφάνειας και της προαγωγής της ερευνητικής δημοσιογραφίας.
Εν κατακλείδι, οφείλουμε να τονίσουμε ότι η σύγχρονη ψηφιακή, μετα-ψηφιακή και διαμεσική πραγματικότητα που ζούμε ενέχει προκλήσεις οι οποίες τείνουν να διευρύνουν τα όρια των ανθρώπινων δυνατοτήτων, παράλληλα όμως, υποθάλπουν και κινδύνους για τη δημοκρατία, για την ενημέρωση και για την πολιτική ηθική και ευθύνη. Το πρώτο βήμα είναι να προσεγγίσουμε με νηφαλιότητα και με ένα κριτικό πνεύμα την πολιτική και οικονομική κυριαρχία των παγκόσμιων μιντιακών κολοσσών. Το επόμενο βήμα είναι η δράση και η προστασία της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, χρησιμοποιώντας τα εργαλεία που η ίδια η ψηφιακή εποχή έχει θέσει στη διάθεσή μας, ενεργοποιώντας ταυτόχρονα τις δυνατότητες που φέρνει μαζί της μια ενεργή και συνειδητοποιημένη κοινωνία των πολιτών.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
http://bit.ly/2JXh8SE