Αυξημένα επίπεδα τοξικών πρωτεϊνών στο εγκέφαλό τους εμφανίζουν όσοι κάνουν ολοένα και λιγότερο βαθύ ύπνο. Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξαν οι ερευνητές, με επικεφαλής τον επίκουρο καθηγητή νευρολογίας Μπρένταν Λούσι της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον, που συσχετίζουν τη νόσο Αλτσχάιμερ με την κακή ποιότητα ύπνου.
Όπως φάνηκε από την πρόσφατη μελέτη, οι ηλικιωμένοι που έχουν στον εγκέφαλό τους λιγότερα βραδέα κύματα (τα οποία σημειώνονται με το βαθύ στάδιο του ύπνου και βοηθούν στη μνήμη) συσσωρεύουν επίσης την τοξική πρωτεΐνη ταυ, αλλά και την επίσης τοξική πρωτεΐνη βήτα αμυλοειδές. Από προηγούμενες έρευνες έχει γίνει γνωστό ότι, τα αυξημένα επίπεδα αυτών των παθολογικών πρωτεϊνών σχετίζονται με βλάβες στον εγκέφαλο και με την έκπτωση των γνωστικών λειτουργιών του ανθρώπου.
Ο κακός ύπνος πιθανόν αποτελεί σύμπτωμα του Αλτσχάιμερ και οι ασθενείς τείνουν να ξυπνούν συνήθως κουρασμένοι, καταλήγουν οι επιστήμονες.
«Το κλειδί δεν είναι πόσο κοιμάται κανείς, αλλά η ποιότητα του ύπνου του. Οι άνθρωποι με αυξημένη παθολογία της πρωτεΐνης ταυ στην πραγματικότητα κοιμούνται περισσότερο τη νύχτα και παίρνουν επίσης τον υπνάκο τους τη μέρα, αλλά δεν έχουν καλής ποιότητας ύπνο», ανέφερε ο δρ Λούσι.
Για τις ανάγκες της νέας έρευνας μελετήθηκαν οι περιπτώσεις 119 ανθρώπων άνω των 60 ετών, από τους οποίους οι 80 ήταν γνωστικά υγιείς, ενώ οι υπόλοιποι είχαν ήπια γνωστικά προβλήματα.
Σε περίπτωση που ο κακός ύπνος αποδειχθεί ότι είναι πράγματι μια ένδειξη ότι κάποιος πάσχει από τη νόσο Αλτσχάιμερ, η παρακολούθηση της ποιότητας του ύπνου μπορεί να αποτελέσει ένα εύκολο και φθηνό τρόπο για την έγκαιρη διάγνωση της νόσου, υποστηρίζουν οι ειδικοί. Οι ίδιοι επισημαίνουν ότι, και μόνο ο υπνάκος μέσα στη μέρα σχετίζεται σε σημαντικό βαθμό με τα αυξημένα επίπεδα της τοξικής πρωτεΐνης ταυ.
Όπως εξήγησε ο Αμερικάνος νευρολόγος, επικεφαλής της έρευνας, «το να μετρήσουμε πώς οι άνθρωποι κοιμούνται, πιθανώς αποτελεί ένα μη επεμβατικό τρόπο για διάγνωση της νόσου Αλτσχάιμερ, προτού ή μόλις οι άνθρωποι αρχίζουν να αναπτύσσουν προβλήματα με τη μνήμη και τη σκέψη τους».
Η πρόκληση για τους γιατρούς είναι να εντοπίζουν από νωρίς τις περιπτώσεις των ανθρώπων που βρίσκονται σε αργή πορεία νευροεκφύλισης, και οι αλλαγές στον εγκέφαλό τους δεν έχουν επηρεάσει ακόμη αισθητά την μνήμη και τη σκέψη τους.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
http://bit.ly/2JXh8SE