ΜΙΑ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ, ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ
Επιμέλεια: Μαρία Σφυρόερα
Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα της Ιζαμπέλ Αλιέντε «Το σπίτι των πνευμάτων» (μτφρ. Βασιλική Κνήτου), που θα κυκλοφορήσει στις 25 Οκτωβρίου από τις Εκδόσεις Ψυχογιός.
Αυτή η εποχή θα είχε χαθεί για πάντα μες στο χάος των παλιών αναμνήσεων, που είχαν ξεθωριάσει από τον χρόνο, αν η Κλάρα και η Μπλάνκα δεν αντάλλασσαν γράμματα. Αυτή η πυκνή αλληλογραφία κράτησε ζωντανά τα συμβάντα, σώζοντάς τα από το στερέωμα των απίθανων γεγονότων. Με το πρώτο κιόλας γράμμα που είχε πάρει από την κόρη της, μετά τον γάμο της, η Κλάρα είχε μαντέψει ότι δε θα έμενε για πολύ καιρό μακριά από την Μπλάνκα. Χωρίς να πει τίποτα σε κανέναν, ετοίμασε ένα από τα πιο ηλιόλουστα και ευρύχωρα δωμάτια του σπιτιού, για να την περιμένει. Εκεί έβαλε και την μπρούντζινη κούνια όπου είχε μεγαλώσει τα τρία της παιδιά.
Η Μπλάνκα ποτέ δεν μπόρεσε να εξηγήσει στη μητέρα της τους λόγους για τους οποίους είχε δεχτεί να παντρευτεί, γιατί ούτε κι η ίδια τούς ήξερε. Αναλύοντας τα γεγονότα του παρελθόντος, όταν ήταν πια ώριμη γυναίκα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο βασικός λόγος ήταν ο φόβος που ένιωθε για τον πατέρα της. Απ’ όταν ήταν βυζανιάρικο μωρό είχε γνωρίσει την παράλογη δύναμη της οργής του και είχε συνηθίσει να τον υπακούει. Η εγκυμοσύνη της και η είδηση ότι ο Πέδρο Τερθέρο ήταν νεκρός την έκαναν να το αποφασίσει οριστικά• παρ’ όλα αυτά, από την πρώτη στιγμή που είχε δεχτεί να δεσμευτεί με τον Ζαν ντε Σατινί είχε κατά νου ότι δε θα επέτρεπε ποτέ να ολοκληρωθεί αυτός ο γάμος. Θα σκαρφιζόταν κάθε είδους επιχείρημα για να καθυστερήσει την ένωσή τους, προφασιζόμενη στην αρχή τις αδιαθεσίες λόγω της κατάστασής της, ενώ έπειτα θα έβρισκε άλλες, σίγουρη πως θα της ήταν πολύ πιο εύκολο να χειριστεί έναν σύζυγο σαν τον κόμη, που φορούσε σεβρό παπούτσια, έβαφε τα νύχια του με βερνίκι και ήταν διατεθειμένος να παντρευτεί μία γυναίκα γκαστρωμένη από άλλον, παρά να αντιταχθεί στη θέληση ενός πατέρα σαν τον Εστέμπαν Τρουέμπα. Διάλεξε, λοιπόν, από τα δύο κακά εκείνο που της φάνταζε μικρότερο. Κατάλαβε ότι ανάμεσα στον πατέρα της και τον Γάλλο κόμη υπήρχε μία εμπορική συμφωνία, για την οποία εκείνης δεν της έπεφτε λόγος. Με αντάλλαγμα ένα επίθετο για το εγγόνι του, ο Τρουέμπα είχε δώσει στον Ζαν ντε Σατινί μία γενναία προίκα και την υπόσχεση ότι κάποια μέρα θα έπαιρνε και μια κληρονομιά. Η Μπλάνκα πρόσφερε τον εαυτό της ως αντάλλαγμα για τον διακανονισμό, αλλά δεν ήταν διατεθειμένη να χαρίσει στον σύζυγό της την αγάπη της ούτε το κορμί της, γιατί εξακολουθούσε να αγαπάει τον Πέδρο Τερθέρο Γκαρσία, περισσότερο λόγω της δύναμης της συνήθειας, παρά από ελπίδα ότι μπορεί και να τον ξανάβλεπε κάποια μέρα.
Η Μπλάνκα και ο καινούργιος της σύζυγος πέρασαν την πρώτη νύχτα του γάμου τους στο νυφικό δωμάτιο του καλύτερου ξενοδοχείου της πρωτεύουσας, που ο Τρουέμπα είχε βάλει να το γεμίσουν λουλούδια, ελπίζοντας πως θα κέρδιζε τη συγγνώμη της κόρης του για μια σειρά από βίαια ξεσπάσματα με τα οποία την είχε βασανίσει τους τελευταίους μήνες. Προς έκπληξή της, η Μπλάνκα δε χρειάστηκε να προσποιηθεί ότι ήταν αδιάθετη, γιατί, μόλις βρέθηκαν μόνοι, ο Ζαν άφησε κατά μέρος τον ρόλο του γαμπρού που της έδινε φιλάκια στον λαιμό και διάλεγε τις καλύτερες γαρίδες ταΐζοντάς τη στο στόμα, και φάνηκε να ξεχνάει ολότελα τους γοητευτικούς του τρόπους που θύμιζαν ζεν πρεμιέ του βωβού κινηματογράφου, για να μεταμορφωθεί στον αδερφό που είχε υπάρξει για εκείνη, την εποχή που έκαναν μαζί περιπάτους στην εξοχή, τότε που πήγαιναν για πικ νικ στα χορτάρια με τη φωτογραφική μηχανή και τα γαλλικά βιβλία. Ο Ζαν μπήκε στο μπάνιο και καθυστέρησε τόσο, που, όταν εμφανίστηκε και πάλι στο δωμάτιο, η Μπλάνκα είχε σχεδόν αποκοιμηθεί. Νόμιζε πως ονειρευόταν βλέποντας ότι ο άντρας της είχε βγάλει το γαμπριάτικο κοστούμι του και είχε φορέσει μία πιτζάμα από μαύρο μετάξι και μία εντυπωσιακή βελούδινη ρόμπα, είχε βάλει ένα δίχτυ για να κρατήσει στη θέση τους τις άψογες μπούκλες των μαλλιών του και μύριζε έντονα εγγλέζικη κολόνια. Δεν έδειχνε καθόλου να υποφέρει από ερωτική ανυπομονησία. Κάθισε δίπλα της στο κρεβάτι και της χάιδεψε το μάγουλο με την ίδια, κάπως περιπαικτική, έκφραση που η Μπλάνκα είχε ξαναδεί και σε άλλες περιστάσεις, και μετά της εξήγησε, με τα σπαστά ισπανικά του που δεν είχαν καθόλου «ρο», ότι δεν είχε καμία ιδιαίτερη κλίση όσον αφορά τα του γάμου, δεδομένου ότι εκείνος ήταν ένας άντρας ερωτευμένος με τις τέχνες, τα γράμματα και τα παράδοξα της επιστήμης, και ότι, επομένως, δε θα επιχειρούσε να την ενοχλήσει με συζυγικές απαιτήσεις, οπότε θα μπορούσαν να ζήσουν μαζί, αλλά όχι μπλεγμένοι, σε απόλυτη αρμονία, σαν καλλιεργημένοι άνθρωποι. Ανακουφισμένη, η Μπλάνκα τον αγκάλιασε από τον αυχένα και τον φίλησε και στα δύο μάγουλα.
«Ευχαριστώ, Ζαν!» αναφώνησε.
«Δεν υπάρχει λόγος», αποκρίθηκε εκείνος ευγενικά.
Βολεύτηκαν στο μεγάλο, αυτοκρατορικού στιλ, κρεβάτι, σχολιάζοντας τις λεπτομέρειες της γιορτής και κάνοντας σχέδια για τη μελλοντική τους ζωή.
«Δε θέλεις να μάθεις ποιος είναι ο πατέρας του παιδιού μου;» τον ρώτησε η Μπλάνκα.
«Εγώ είμαι», απάντησε ο Ζαν φιλώντας τη στο μέτωπο.
Κοιμήθηκαν ο καθένας στην πλευρά του, με τις πλάτες γυρισμένες. Στις πέντε το πρωί, η Μπλάνκα ξύπνησε με το στομάχι της ανακατωμένο από τη γλυκερή μυρωδιά των λουλουδιών με τα οποία είχε στολίσει ο Εστέμπαν Τρουέμπα το νυφικό δωμάτιο. Ο Ζαν ντε Σατινί τη συνόδευσε στο μπάνιο, της κρατούσε το μέτωπο όσο εκείνη διπλωνόταν πάνω από τη λεκάνη, τη βοήθησε να ξαπλώσει, και έβγαλε τα λουλούδια στον διάδρομο. Μετά από αυτό έμεινε άγρυπνος την υπόλοιπη ώρα διαβάζοντας τη Φιλοσοφία του μπουντουάρ, του Μαρκήσιου ντε Σαντ, ενώ η Μπλάνκα μουρμούριζε μισοκοιμισμένη πόσο υπέροχο είναι τελικά να παντρεύεσαι έναν διανοούμενο.
Την επόμενη μέρα ο Ζαν πήγε στην τράπεζα να εξαργυρώσει μία επιταγή του πεθερού του και πέρασε σχεδόν όλη τη μέρα στα καταστήματα του κέντρου, αγοράζοντας ρούχα και λευκά είδη που θεωρούσε ότι ταίριαζαν με τη νέα του οικονομική κατάσταση. Η Μπλάνκα, στο μεταξύ, έχοντας βαρεθεί να τον περιμένει στο φουαγιέ του ξενοδοχείου, αποφάσισε να πάει να επισκεφθεί τη μητέρα της. Φόρεσε το καλύτερο πρωινό της καπέλο και πήγε με μια νοικιασμένη άμαξα στο μεγάλο σπίτι της γωνίας, όπου τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς της έτρωγαν χωρίς να μιλούν, πικραμένα και κουρασμένα ακόμη από τις λαχτάρες του γάμου κι από την επίγευση των τελευταίων καβγάδων. Βλέποντάς τη να μπαίνει στην τραπεζαρία, ο πατέρας της άφησε να του ξεφύγει μια κραυγή τρόμου.
«Τι κάνεις εδώ, κόρη μου;» βρυχήθηκε.
«Τίποτα… ήρθα να σας δω…» μουρμούρισε τρομαγμένη η Μπλάνκα.
«Είσαι τρελή! Δεν καταλαβαίνεις πως, αν σε δει κανένας, θα πει ότι ο άντρας σου σε γύρισε πίσω πριν καν τελειώσει το ταξίδι του μέλιτος; Θα πουν ότι δεν ήσουν παρθένα!»
«Μα, δεν ήμουν, μπαμπά».
Ο Εστέμπαν ήταν έτοιμος να της ρίξει ένα χαστούκι, αλλά μπήκε μπροστά ο Χάιμε με τέτοια αποφασιστικότητα, που τελικά απλώς την έβρισε μόνο για τη βλακεία της. Η Κλάρα, ασυγκίνητη από όλα αυτά, έβαλε την Μπλάνκα να καθίσει σε μια καρέκλα και της σέρβιρε ένα πιάτο κρύο ψάρι με σάλτσα κάππαρης. Ενώ ο Εστέμπαν συνέχιζε να φωνάζει και ο Νικολάς πήγαινε να φέρει την άμαξα για να τη γυρίσει πίσω στον άντρα της, εκείνες οι δυο κουβέντιαζαν όπως τον παλιό καιρό.
Το ίδιο εκείνο απόγευμα η Μπλάνκα και ο Ζαν πήραν το τρένο που τους πήγε στο λιμάνι. Εκεί επιβιβάστηκαν σε ένα αγγλικό υπερωκεάνιο. Αυτός φορούσε λευκό λινό παντελόνι και μπλε σακάκι ναυτικού στιλ, ρούχα που ταίριαζαν τέλεια με την μπλε φούστα και το άσπρο σακάκι της γυναίκας του. Μετά από τέσσερις μέρες, το πλοίο τούς άφησε στην πιο ξεχασμένη επαρχία του Βορρά, όπου, μες στην πνιγηρή ζέστη του απομεσήμερου, κανένας δεν είχε όρεξη να προσέξει τα κομψά τους ρούχα και τις βαλίτσες τους, που ήταν από δέρμα κροκόδειλου. Ο Ζαν ντε Σατινί τακτοποίησε προσωρινά τη σύζυγό του σε ένα ξενοδοχείο, και ο ίδιος βάλθηκε να ψάχνει ένα σπίτι αντάξιο των νέων του πόρων. Μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες τα μέλη της μικρής επαρχιακής κοινωνίας είχαν μάθει πως ανάμεσά τους υπήρχε ένας αληθινός κόμης. Αυτό διευκόλυνε πολύ τα πράγματα για τον Ζαν. Μπόρεσε να νοικιάσει ένα παλιό αρχοντικό που κάποτε ανήκε σε μία από τις πλούσιες οικογένειες της εποχής των αλατωρυχείων, πριν εφευρεθεί το συνθετικό υποκατάστατο που έστειλε όλη την επαρχία κατά διαόλου. Το σπίτι ήταν κάπως μελαγχολικό και εγκαταλειμμένο, όπως τα πάντα σε εκείνα τα μέρη, χρειαζόταν μερικές επισκευές, διατηρούσε όμως ανέπαφη την παλιά του αξιοπρέπεια και τη γοητεία του ως κτίσμα από τα τέλη του αιώνα. Ο κόμης το διακόσμησε σύμφωνα με το γούστο του, με μία αμφιλεγόμενη και κάπως παρακμιακή φινέτσα που ξάφνιασε την Μπλάνκα, που ήταν συνηθισμένη στη ζωή στην εξοχή και στην κλασική σοβαρότητα του πατέρα της. Ο Ζαν έφερε κάτι ύποπτα βάζα από κινέζικη πορσελάνη που, αντί για λουλούδια, είχαν μέσα τους φτερά από στρουθοκάμηλο, κάτι κουρτίνες από δαμασκηνό ύφασμα με πτυχές και φούντες, μαξιλάρες με κρόσσια, έπιπλα όλων των στιλ, επίχρυσα διαχωριστικά, παραβάν και κάτι απίστευτες λάμπες δαπέδου, που τις στήριζαν πήλινα αγάλματα που παρίσταναν μαύρους από την Αβησσυνία σε φυσικό μέγεθος, ημίγυμνους, αλλά με σανδάλια και τουρμπάνι. Το σπίτι ήταν πάντα με τις κουρτίνες κλειστές, σε ένα απαλό μισοσκόταδο που κατάφερνε να αποκρούει το ανελέητο φως της ερήμου. Στις γωνίες, ο Ζαν είχε βάλει ανατολίτικα δοχεία όπου έκαιγε αρωματικά βότανα και μπαστουνάκια από λιβάνι, που, αρχικά, ανακάτευαν το στομάχι της Μπλάνκα, αλλά σύντομα εκείνη τα συνήθισε. Προσέλαβε κάμποσους Ινδιάνους ως υπηρετικό προσωπικό, πέρα από μία χοντρή τεραστίων διαστάσεων που είχε αναλάβει την κουζίνα, την οποία εκπαίδευσε ώστε να φτιάχνει τις πολύ καρυκευμένες σάλτσες που του άρεσαν, και μία κουτσή κι αναλφάβητη υπηρέτρια για να φροντίζει την Μπλάνκα. Φόρεσε σε όλους φανταχτερές στολές που θύμιζαν οπερέτα, αλλά δεν κατάφερε να τους βάλει και παπούτσια, γιατί ήταν συνηθισμένοι να περπατούν ξυπόλυτοι και δεν τα άντεχαν. Η Μπλάνκα ένιωθε άβολα σε εκείνο το σπίτι και δεν εμπιστευόταν τους απαθείς Ινδιάνους που τη σέρβιραν ανόρεχτα και φαίνονταν να την κοροϊδεύουν πίσω από την πλάτη της. Κυκλοφορούσαν γύρω της σαν πνεύματα, γλιστρώντας αθόρυβα από δωμάτιο σε δωμάτιο, σχεδόν πάντα άεργοι και βαριεστημένοι. Δεν απαντούσαν όταν τους μιλούσε, λες και δεν καταλάβαιναν ισπανικά, ενώ μεταξύ τους κουβέντιαζαν ψιθυριστά ή σε διαλέκτους του οροπεδίου. Κάθε φορά που η Μπλάνκα σχολίαζε στον σύζυγό της τα περίεργα που έβλεπε όσον αφορά τους υπηρέτες, εκείνος έλεγε πως ήταν έθιμα των Ινδιάνων κι ότι δεν έπρεπε να τους δίνει σημασία. Το ίδιο της απάντησε και η Κλάρα σε ένα γράμμα της, όταν εκείνη της είπε πως μια μέρα είχε δει έναν από τους Ινδιάνους να ισορροπεί πάνω σε κάτι παράξενα παλιά παπούτσια με στραβό τακούνι και βελούδινα λουριά, που μέσα τους στριμώχνονταν τα φαρδιά και γεμάτα κάλους πόδια του άντρα. «Η ζέστη της ερήμου, η εγκυμοσύνη και η ανομολόγητη επιθυμία σου να ζήσεις σαν κόμησσα, σύμφωνα δηλαδή με τον τίτλο του άντρα σου, σε κάνουν να βλέπεις οράματα, κόρη μου», της έγραψε αστειευόμενη η Κλάρα, και πρόσθεσε πως το καλύτερο αντίδοτο ενάντια στα παπούτσια του Λουδοβίκου ΙΕ’ ήταν ένα κρύο ντους και ένα φλιτζάνι χαμομήλι. Μια άλλη φορά, η Μπλάνκα βρήκε στο πιάτο της μια μικρή ψόφια σαύρα που παραλίγο να τη βάλει στο στόμα της. Μόλις συνήλθε από την τρομάρα και κατάφερε να μιλήσει, φώναξε τη μαγείρισσα και της έδειξε το πιάτο με τρεμάμενο δάχτυλο. Η μαγείρισσα πλησίασε τραμπαλίζοντας τον τεράστιο λιπαρό της όγκο και κουνώντας τις μαύρες της κοτσίδες, και πήρε το πιάτο χωρίς να κάνει σχόλια. Καθώς γυρνούσε από την άλλη μεριά, όμως, της Μπλάνκα τής φάνηκε πως διέκρινε ένα συνωμοτικό νεύμα ανάμεσα στον σύζυγό της και την Ινδιάνα. Εκείνο το βράδυ έμεινε ξύπνια μέχρι πολύ αργά, αναλογιζόμενη αυτό που είχε δει, μέχρι που τα ξημερώματα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν απλώς ιδέα της. Η μητέρα της είχε δίκιο: η ζέστη και η εγκυμοσύνη την έκαναν να χάνει τα λογικά της.
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΩΝ είναι το μυθιστόρημα που καθιέρωσε ως συγγραφέα την Ιζαμπέλ Αλιέντε και έγινε παγκόσμια εκδοτική επιτυχία, φθάνοντας αμέσως στην κορυφή των πωλήσεων. Εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1982 στο Μπουένος Άιρες, αφού προηγουμένως είχε απορριφθεί από πολλούς ισπανόφωνους εκδοτικούς οίκους. Την ίδια χρονιά ανακηρύχθηκε ως το Καλύτερο Μυθιστόρημα στη Χιλή και χάρισε στη συγγραφέα το λογοτεχνικό βραβείο Parorama.
Η ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ γεννήθηκε το 1942 στο Περού και μεγάλωσε στη Χιλή. Είναι ανιψιά του Σαλβαδόρ Αλιέντε, προέδρου της Χιλής την περίοδο 1970-1973. Τα βιβλία της έχουν μεταφραστεί σε 35 γλώσσες και έχουν πουλήσει περισσότερα από 65 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως. Μέσα από αυτά έχει στόχο να ψυχαγωγεί αλλά και να επιμορφώνει τους αναγνώστες της, συνδέοντας τις ιστορίες της με σημαντικά ιστορικά γεγονότα. Η ίδια χαρακτηρίζει το έργο της «ρεαλιστική λογοτεχνία», επηρεασμένη τόσο από την απίστευτη παιδική της ηλικία, όσο κι από τους μαγικούς ανθρώπους και τα γεγονότα που πυροδότησαν τη φαντασία της. Εκτός από το συγγραφικό της έργο, ασχολείται ενεργά με την προάσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Μετά τον θάνατο της κόρης της το 1992, ίδρυσε στη μνήμη της ένα ίδρυμα αφιερωμένο στην προστασία και χειραφέτηση των γυναικών και των παιδιών σε όλο τον κόσμο. Από το 1987 ζει μαζί με τον δεύτερο σύζυγό της και την οικογένειά τους στην Καλιφόρνια, αλλά, όπως δηλώνει, βρίσκεται πάντα με το ένα πόδι στην Καλιφόρνια και με το άλλο στη Χιλή. Από τις Εκδόσεις Ψυχογιός κυκλοφορούν επίσης τα μυθιστορήματα της Ο ΙΑΠΩΝΑΣ ΕΡΑΣΤΗΣ και ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΑΝΤΕΡΟΒΓΑΛΤΗ.
http://bit.ly/2JXh8SE