Οι σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας και στην Ιταλία, διάγουν τη δική τους περίοδο «εξορθολογισμού» αλλά μεσώ του Δικαστηρίου της ΕΕ (ΔΕΕ) που αποφάνθηκε υπέρ της είσπραξης από το ιταλικό δημόσιο φόρων ακίνητης περιουσίας που δεν κατέβαλε η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, δικαιώνοντας την προσφυγή μιας Μοντεσοριανής σχολής για προνομιακή μεταχείριση των εκκλησιαστικών ιδρυμάτων.
Με την απόφασή του το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ακύρωσε προηγούμενες αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του 2012 και του Γενικού Δικαστηρίου του 2016, που αναφέρονταν στην «αδυναμία του ιταλικού κράτους για την είσπραξη των φόρων λόγω οργανωτικών δυσκολιών», για τον διαχωρισμό των εμπορικής χρήσης ακινήτων από εκείνα που φιλοξενούν σχολεία, κλινικές και ξενώνες. Η έδρα έκρινε πως αυτό οφειλόταν «απλώς σε δυστοκίες του ιταλικού κράτους».
Ωστόσο, το δικαστήριο έκρινε πως μολονότι τα εμπορικής, ή μη λατρευτικής χρήσης, εκκλησιαστικά κτήρια θα πρέπει να καταβάλλουν δημοτικούς φόρους για την ακίνητη περιουσία (ICI) είναι δίκαιη η εξαίρεσή τους από την καταβολή του ειδικού φόρου ακίνητης περιουσίας IMU (ανάλογου του δικού μας ΕΝΦΙΑ). «Ιστορική απόφαση» τη χαρακτήρισε επίσης ο συνήγορος της σχολής Εντοάρντο Γκαμπάρο.
Μπερλουσκόνι και Πρόντι είχαν εξαιρέσει τα διάφορα εκκλησιαστικά κέντρα (πνευματικά, αθλητικά και θρησκευτικά) από την καταβολή των δημοτικών φόρων ακίνητης περιουσίας. Σε αυτήν την εξαίρεση θα πρέπει να προστεθεί και η μείωση κατά 50% από την καταβολή φόρου επί των κερδών των επιχειρήσεων.
Μια εξαίρεση που και ο ίδιος ο Πάπας Φραγκίσκος είχε αμφισβητήσει το 2015, λέγοντας πως «εάν μια θρησκευτική μονή λειτουργεί ως ξενοδοχείο, θα πρέπει να πληρώνει φόρους».
Όπως τονίζει ο Γκουίντο Καστέλι, εκπρόσωπος των οικονομικών εφοριών των δήμων της Ιταλίας, , για την είσπραξη των αναλογούντων φόρων, εάν συνυπολογισθεί η μη καταβολή τους από την εισαγωγή του δημοτικού φόρου ICI το 1992, ανέρχονται σε 13-14 δισεκ. ευρώ.
http://bit.ly/2JXh8SE