ΜΙΑ ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
ΜΙΑ ΓΝΩΜΗ
«ΒΟΫΤΣΕΚ» ΤΗΣ ΟΜΑΔΑΣ ΞΑΝΘΙΑΣ
(σκην. Κ. Παπακωνσταντίνου)
– Θέατρο που ανθίζει σε έδαφος αφιλόξενο –
Πρωτοήρθα σε επαφή με τη δουλειά της ομάδας Ξανθίας πριν από μερικά χρόνια, όταν παρακολούθησα τους «Χαλασοχώρηδες» του Παπαδιαμάντη, την πρώτη παράσταση που ανέβασαν ως θίασος. Αυτό που είδα τότε με ενθουσίασε, με συγκίνησε βαθιά –βασικά, με συνεπήρε τελείως– αφού συνειδητοποίησα ότι μόλις είχα υπάρξει μάρτυρας στη γέννηση μιας ομάδας που είχε όλα τα εφόδια για να διανύσει πολλά χιλιόμετρα λαμπρής πορείας.
Η ομάδα αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ανθρώπων που δουλεύουν με λίγα μέσα –και ενίοτε δυσανάλογη της ποιότητας της δουλειάς τους προβολή στο εγχώριο θεατρικό γίγνεσθαι– παράγοντας εντέλει σπουδαίο έργο. Έχω μέχρι στιγμής δει τέσσερις από τις πέντε παραστάσεις που έχουν ανεβάσει ως θίασος (τους «Χαλοσοχώρηδες» του Παπαδιαμάντη, τη «Μαζώχτρα» του Εφταλιώτη, τον «Αυτόχειρα» του Μητσάκη και το «Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως» του Βιζυηνού), αλλά και την «Αγγέλα» του Σεβαστίκογλου που ανέβασαν έπειτα από πρόσκληση του Τεχνοχώρου Cartel στον σκηνοθέτη Κώστα Παπακωνσταντίνου, και ήταν όλες εξαιρετικές. Σαφώς κάποιες καλύτερες από άλλες – ορισμένες δε, καθαρά διαμάντια. Στους «Χαλασοχώρηδες», φέρ’ ειπείν, ο Παπακωνσταντίνου μαζί με μια απίθανα καλοκουρδισμένη ομάδα ηθοποιών, έστησε επί σκηνής μια παράσταση που ακόμα και τώρα, πέντε χρόνια μετά, δεν μπορώ να ξεχάσω. Φυσικά, βοήθησε το ίδιο το κείμενο του Παπαδιαμάντη και η διαχρονική επικαιρότητά του που αγγίζει κάθε κοινωνικά σκεπτόμενο ον˙ πέρα από αυτό όμως, η ίδια η ομάδα δημιούργησε μια καινοτόμο και ευφάνταστη παράσταση, προτείνοντας έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο δραματοποίησης των λογοτεχνικών έργων, σπάνιο για το ελληνικό θέατρο: διατήρησαν το κείμενο του συγγραφέα ως έχει – δεν μετέτρεψαν, δηλαδή, την τριτοπρόσωπη αφήγηση σε πρωτοπρόσωπη. Σε άλλη περίπτωση, μια τέτοια επιλογή ενδεχομένως να μην είχε λειτουργήσει. Εν προκειμένω, όμως, λειτούργησε θαυμάσια. Και αυτό για έναν πολύ βασικό, θεμελιώδη για την τέχνη της υποκριτικής, λόγο. Γιατί οι ηθοποιοί αυτής της ομάδας έχουν μεταξύ τους χημεία. Ευδιάκριτη χημεία. Και η εμφανέστερη ευεργετική συνέπεια τούτης της χημείας επί σκηνής είναι ότι οι παραστάσεις που ανεβάζουν έχουν αυτό που κοινώς αποκαλούμε «ρυθμό». Ο λόγος και η κίνηση, οι ήχοι και τα σώματα, μπλέκονται με τρόπο απόλυτα αρμονικό – οργανικό, θα έλεγε κάποιος.
Τις τελευταίες εβδομάδες, η ομάδα προετοιμαζόταν για την πρεμιέρα του «Βόυτσεκ» του Γκέοργκ Μπύχνερ που έγινε στις 3 Μαρτίου στο Θέατρο Σημείο. Είχα την τύχη να παρακολουθήσω αρκετές από τις πρόβες που προηγήθηκαν και διαπίστωσα ότι τούτη η μεταξύ τους χημεία δεν υφίσταται τελικά μόνο πάνω στη σκηνή, αλλά και στην καθημερινότητα που βιώνουν ως συνάδελφοι. Είναι μεν επαγγελματίες ηθοποιοί, αλλά πριν και πάνω από αυτό είναι φίλοι. Τους συνδέουν προσωπικές σχέσεις. Και αυτό κάνει ακόμα πιο αξιοθαύμαστο το επίτευγμά τους. Ακριβώς γιατί, παρά τις προσωπικές σχέσεις που τους συνδέουν (οι οποίες προφανώς οδηγούν σε παρεξηγήσεις, εκνευρισμό ή και διχογνωμίες), καταφέρνουν εντέλει να δουλέψουν μαζί, να συνυπάρξουν επαγγελματικά, με προσήλωση και κοινή πίστη στον στόχο τους.
Τούτη η χημεία, βέβαια, τους έχει προσδώσει σταδιακά και άλλες αρετές. Πριν από τις πρόβες είναι απλώς φίλοι, μα όταν έρχεται η ώρα να δουλέψουν, γίνονται συνεργάτες. Συγκεντρώνονται από κοινού στον στόχο τους. Αυτό σίγουρα οφείλεται εν πολλοίς στον Παπακωσταντίνου, ο οποίος –χωρίς να διατείνεται ότι κατέχει το σκηνοθετικό αλάνθαστο ή να επιβάλλει κάποια εξουσία επί των άλλων μελών– διατηρεί τις ισορροπίες, καθοδηγώντας την ομάδα δεξιοτεχνικά. Οφείλεται, όμως, και στους ίδιους τους ηθοποιούς, και εν γένει τους συντελεστές, οι οποίοι φαίνεται πως έχουν βρει έναν ιδιαίτερο μηχανισμό αυτορύθμισης. Έναν τρόπο ώστε ο ένας συγκρατεί τον άλλο όταν κάτι πάει να διαταράξει τη συνοχή του συνόλου – πάντα, σε ένα πλαίσιο αλληλοσεβασμού και ισονομίας.
Με τα χρόνια διαπιστώνω ότι, πέρα από αυτές τις αρετές, ένας ακόμα λόγος για τον οποίο η δουλειά τους με συγκινεί σε τέτοιο βαθμό είναι ότι ποιούν πολιτικό θέατρο. Ή ορθότερα, ποιούν θέατρο ως πολιτική πράξη. Εννοώ πως, σε αντίθεση με άλλους θιάσους που ανεβάζουν παραστάσεις σε κεντρικά θέατρα, με μεγάλη παραγωγή, αυτή η ομάδα ανεβάζει τις παραστάσεις της συνήθως σε μικρά θέατρα, με λίγα μέσα και περιορισμένους πόρους. Και μολονότι ασφαλώς και στην πρώτη περίπτωση το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα μπορεί να είναι υπέροχο, στη δεύτερη, το κατόρθωμα είναι διπλά και τριπλά αξιοθαύμαστο λόγω των συνθηκών κάτω από τις οποίες έχει επιτευχθεί. Και συνεπώς αποτελεί πράξη πολιτική, αφού δηλώνει πως, ακόμα και ελλείψει υποστήριξης και εν μέσω συνθηκών αθέμιτου ανταγωνισμού, η ομάδα δεν εγκαταλείπει το όραμά της. Αντιθέτως, βρίσκει τον τρόπο να το επικοινωνήσει. Βρίσκει τον τρόπο να ανθίσει σε έδαφος αφιλόξενο.
Ένα βασικό στοιχείο που μαρτυρά ότι η ομάδα ποιεί θέατρο ως πολιτική πράξη είναι η συνεταιριστική της φύση. Στις πρόβες, ακούγονται οι απόψεις, συζητιούνται οι ιδέες, δοκιμάζονται οι προτάσεις. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι όλα γίνονται αποδεκτά, ούτε όμως και ότι επικρατεί χάος όπως ίσως θα φανταζόταν κάποιος για ένα τέτοιο πλαίσιο συνεργασίας. Γενικά μεταξύ των συντελεστών της παράστασης, κυριαρχεί μια συνθήκη όπου ο ένας γεμίζει τα κενά που δημιουργεί η οπτική και η εκπαίδευση του άλλου. Η δουλειά τους, με άλλα λόγια, αλληλοσυμπληρώνεται. Επιπλέον, λόγω της συνεταιριστικής αυτής φύσης, οι ηθοποιοί έχουν τη δυνατότητα να σκεφτούν την ώρα που παίζουν˙ να δοκιμάσουν˙ να ψάξουν τους προσωπικούς τους κώδικες έκφρασης˙ να καταλάβουν τι ακριβώς λένε, πώς το λένε και γιατί. Να γίνουν, δηλαδή, συνδημιουργοί. Και αυτή η ελευθερία που η ίδια η ομάδα έχει a priori ορίσει ότι αντιστοιχεί σε κάθε μέλος της (και εδώ εννοώ όλους τους συντελεστές της, όχι μόνο τους ηθοποιούς) δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες για ένα άλλο θέατρο. Ένα θέατρο φτιαγμένο από ανθρώπους –όχι εκτελεστικές μηχανές– για ανθρώπους, καμωμένο για συνειδητά προεπιλεγμένους λόγους.
Ακόμα ένας λόγος που πιστεύω ότι η εν λόγω ομάδα ποιεί θέατρο ως πολιτική πράξη είναι ότι, εξαρχής, τα μέλη της υπηρετούν τη δική τους ιδέα για το θέατρο, υλοποιώντας την με ελάχιστα υλικά μέσα τις περισσότερες φορές (ευτυχώς, όχι όλες – τώρα, φέρ’ ειπείν, για τον «Βόυτσεκ», έχουν λάβει επιχορήγηση από το ΥΠΠΟ). Στους «Χαλασοχώρηδες», λόγου χάρη, θυμάμαι να υπάρχουν στη σκηνή μόνο μερικά κουτιά και κάποια κρεμασμένα σακάκια. Κανένα εντυπωσιακό σκηνικό, τίποτα εξεζητημένο. Και όμως, ακόμη θυμάμαι πως αισθανόμουν ότι όντως βρίσκομαι σ’ ένα νησιώτικο καφενείο ακούγοντας προεκλογικές κουβέντες μεταξύ των θαμώνων. Τώρα, για τον «Βόυτσεκ», το σκηνικό είναι μεν σαφώς πιο περίτεχνο (με κεντρικό στοιχείο έναν μηχανισμό γκιλοτίνας), και πάλι όμως σημαντικότερο ρόλο καταλήγουν τελικά να παίζουν τα μικροαντικείμενα που αλλάζουν χέρια μεταξύ των ηθοποιών επί σκηνής (ένα ζευγάρι σκουλαρίκια, ένα μαχαίρι και διάφορα άλλα). Εν ολίγοις, με λίγα μέσα, αυτοί οι άνθρωποι καταφέρνουν να κάνουν θαύματα, όταν άλλοι με πολλά κάνουν απλώς μια τρύπα στο νερό.
Έρχομαι, έτσι, σ’ έναν τελευταίο λόγο για τον οποίο πιστεύω ότι το θέατρο που ποιεί τούτη η ομάδα είναι πράξη πολιτική. Στις πρόβες που παρακολούθησα, αντιλήφθηκα ότι οι περισσότεροι συντελεστές της παράστασης έρχονται μετά από κάποια άλλη πρόβα ή παιδική παράσταση˙ ή έπειτα από κάποια άλλη άσχετη δουλειά˙ ή μετά από μια ακρόαση˙ ή αφού έχουν διασχίσει το λεκανοπέδιο για να εκπληρώσουν μια σειρά υποχρεώσεων. Φτάνουν, δηλαδή, προφανώς εξαντλημένοι. Και όμως, μπαίνουν στον χώρο της πρόβας με όρεξη. Άφοβα. Έτοιμοι να κουραστούν κι άλλο. Υπομονετικά μελετούν το κείμενό τους, εξασκούν το σώμα τους, πειραματίζονται. Προσπαθούν – χωρίς να ξέρουν προκαταβολικά αν θα οδηγηθούν κάπου. Καλλιεργούν επίμονα το ταλέντο που τους έχει δοθεί. Δεδομένου ότι μονίμως πρέπει να κάνουν άλλα δέκα πράγματα για να μπορούν να επιβιώσουν οικονομικά, πολύ εύκολα –και απολύτως δικαιολογημένα– θα μπορούσαν να εγκαταλείψουν την τέχνη τους. Ή θα μπορούσαν να την κάνουν με εκπτώσεις, συμβιβαζόμενοι με καταστάσεις που δεν ικανοποιούν τις ψυχές τους αλλά που διευκολύνουν την καθημερινότητά τους. Δεν το κάνουν, όμως. Κι αυτό είναι κατόρθωμα με κάππα κεφαλαίο.
Θα μπορούσα, λοιπόν, να καταλήξω παροτρύνοντας τον αναγνώστη να πάει να παρακολουθήσει τον «Βόυτσεκ» της ομάδας, γιατί «καλό είναι να στηρίζουμε τέτοιους νέους καλλιτέχνες». Θα μπορούσα επίσης να πω, γενικότερα, «στηρίξτε τις ομάδες των νέων δημιουργών ώστε να μην εκλείψουν». Ή και άλλα στο ίδιο μήκος κύματος. Είμαι, όμως, πραγματικά ευτυχής που η παρότρυνσή μου εν προκειμένω δεν γίνεται στο πλαίσιο της αλληλοστήριξης που –όντως πιστεύω– ότι οφείλει να συνδέει τους νέους δημιουργούς, απ’ όποιο μετερίζι και αν προέρχονται, αλλά επειδή η συγκεκριμένη ομάδα είναι αλήθεια εξαιρετική. Οι άνθρωποι αυτοί είναι πραγματικά ταλαντούχοι. Είναι φωτεινοί πρεσβευτές ενός λαμπρού, ψυχωφελούς –και κοινωνικά χρήσιμου για όλους τους παραπάνω λόγους– θεάτρου.
Είναι δρομείς οι οποίοι ιδρώνουν πραγματικά τη φανέλα του καλλιτέχνη που φορούν, τιμώντας την στο έπακρο.
Είναι ακάματοι εργάτες της τέχνης που επέλεξαν να υπηρετούν παρά το βαρύ κόστος της– και η παράσταση «Βόυτσεκ» είναι ακόμα ένα κόσμημα στην πολύ ωραία συλλογή τους.
Μαριλένα Παπαϊωάννου
~~..~~
Ταυτότητα παράστασης ΒΟΫΤΣΕΚ στο Θέατρο ΣΗΜΕΙΟ
Μετάφραση – Δραματουργική επιμέλεια: Αλέξιος Μάινας
Σκηνοθεσία: Κώστας Παπακωνσταντίνου
Βοηθός σκηνοθέτη: Χαρά Δημητριάδη
Σκηνογραφία – Ενδυματολογία: Βίκυ Πάντζιου
Πρωτότυπη μουσική – Στίχοι τραγουδιών: Βασίλης Κουτσιλιέρης
Κινησιολογία: Κατερίνα Γεβετζή
Φωτισμοί: Γιώργος Αγιαννίτης
Φωτογραφίες: Νίκος Βαρδακαστάνης
Trailer: Αντώνης Κουνέλλας
Εικαστικό – Σχεδιασμός εντύπων: Μανόλης Αλμπάνης
Κατασκευή σκηνικού: Αντώνης Χαλυβίδης
Υπεύθυνη επικοινωνίας: Λήδα Ασλανίδου
Παραγωγή: Ξανθίας Α.Μ.Κ.Ε.
Παίζουν: Ελισσαίος Βλάχος, Αγγελική Μαρίνου, Δημοσθένης Ξυλαρδιστός, Κώστας Παπακωνσταντίνου, Βασιλική Σουρρή, Φοίβος Συμεωνίδης.
Ημέρες και ώρες παραστάσεων
Κυριακή 20.00, Δευτέρα/Τρίτη 21.00
από 3.3.2019 έως 23.4.2019
Διάρκεια: 1 ώρα και 15’
Θέατρο Σημείο, Χαριλάου Τρικούπη 4, Καλλιθέα
πίσω από το Πάντειο Πανεπιστήμιο
Τιμές εισιτηρίων:
€ 12,00
€ 8,00 (φοιτητικό, ομαδικό)
€ 5,00 (άνεργοι, ΑμεΑ)
Βιογραφικό σημείωμα συντάκτριας κειμένου:
Η Μαριλένα Παπαϊωάννου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1982. Από τις Εκδόσεις Εστία έχει εκδώσει ένα μυθιστόρημα (Νικήτας Δέλτα, 2013, Βραβείο Νέου Λογοτέχνη Περιοδικού Κλεψύδρα για το 2013, από κοινού με τον Γιάννη Αστερή) και μία νουβέλα (Κατεβαίνει ο Καμουζάς στους φούρνους, 2016).
http://bit.ly/2JXh8SE